νυκτιλαμπής: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη [[νύχτα]], δηλ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σε Σιμων. | |lsmtext='''νυκτῐλαμπής:''' -ές ([[λάμπω]]), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη [[νύχτα]], δηλ. [[σκούρος]], [[σκοτεινός]], σε Σιμων. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=νυκτῐ-[[λαμπής]], ές [[λάμπω]]<br />illumined by [[night]] [[alone]], i. e. [[murky]], [[dark]], [[Simon]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, (λάμπω) epith. of the ark of Danae, δούρατι νυκτιλαμπεῖ dub. l. in Simon.37.8.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐλαμπής: -ές, (λάμπω) ἐν Σιμων. 37 [50] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθ. τῆς λάρνακος τῆς Δανάης, δώματι νυκτιλαμπεῖ, δηλ. λαμπομένῳ ὑπὸ τῆς νυκτός, τουτέστι σκοτεινῷ, ἀμαυρῷ· ὁ Schneidewin ὅμως (Ἀποσπ. 50) συνάπτει τὸ νυκτιλαμπεῖ πρὸς τὸ δνόφῳ· καθ’ ἑκατέραν ἑρμηνείαν ὑπάρχει ἀντίφρασις οὐχὶ ἀσυνήθης παρὰ τοῖς λυρ. καὶ τραγ. ποιηταῖς, Ἕρμ. εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. 379, Erf. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 420, Seidl. εἰς Εὐρ. Τρῳ. 566, Ι. Τ. 110. Ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Bergk οἱ στίχοι, ἐν οἷς ἡ λέξις νυκτιλαμπής, ἔλαβον ὅλως ἀλλοίαν μορφήν: «σὺ δ’ ἀωτεῖς· γαλαθηνῷ τ’ ἤτορι κνώσσεις ἐν ἀτερπεῖ δούρατι χαλκεογόμφῳ, νυκτὶ ἀλαμπεῖ κυανέῳ τε δνόφῳ σταλεὶς» ἀντὶ «... ἐν ἀτερπεῖ δώματι, χαλκεογόμφῳ δέ, νυκτιλαμπεῖ κτλ.»
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui brille la nuit.
Étymologie: νύξ, λάμπω.
Greek Monolingual
νυκτιλαμπής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -λαμπής (< λάμπω)].
Greek Monotonic
νυκτῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που φωτίζεται μόνο από τη νύχτα, δηλ. σκούρος, σκοτεινός, σε Σιμων.
Middle Liddell
νυκτῐ-λαμπής, ές λάμπω
illumined by night alone, i. e. murky, dark, Simon.