ὀξυλάλος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξῠλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με [[ταχύτητα]], [[πολυλογάς]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀξῠλάλος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με [[ταχύτητα]], [[πολυλογάς]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀξῠ-λά˘λος, ον,<br />[[glib]] of [[tongue]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.
Greek Monolingual
ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].
Greek Monotonic
ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.