παράλυπρος: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παράλυπρος:''' -ον, λέγεται για [[έδαφος]], [[πολύ]] φτωχό, άγονο, σε Στράβ. | |lsmtext='''παράλυπρος:''' -ον, λέγεται για [[έδαφος]], [[πολύ]] φτωχό, άγονο, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παρά]]-λυπρος, ον,<br />of [[soil]], [[rather]] [[poor]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A rather poor, χωρία Str.3.2.3 ; χώρα Id.17.3.23.
German (Pape)
[Seite 488] etwas traurig, vom Lande, unergiebig, Strab. III, 142 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παράλυπρος: -ον, ἐπὶ ἐδάφους, λυπρόν πως, κἄπως ἄγονον, Στράβ. 142.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à peu près fertile, peu fertile, plutôt pauvre.
Étymologie: παρά, λυπρός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)].
Greek Monotonic
παράλυπρος: -ον, λέγεται για έδαφος, πολύ φτωχό, άγονο, σε Στράβ.