περιπόθητος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιπόθητος:''' весьма желанный (τινι Luc.). | |elrutext='''περιπόθητος:''' весьма желанный (τινι Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=περι-πόθητος, ον,<br />[[much]]-[[beloved]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:25, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund. Sent.9.
German (Pape)
[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].
Greek Monotonic
περιπόθητος: -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.
Russian (Dvoretsky)
περιπόθητος: весьма желанный (τινι Luc.).