περίπτυγμα: Difference between revisions
From LSJ
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίπτυγμα:''' ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.). | |elrutext='''περίπτυγμα:''' ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περίπτυγμα]], ατος, τό, [from [[περιπτύσσω]]<br />[[anything]] [[folded]] [[round]], a [[covering]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything folded round, covering, E.Ion 1391.
German (Pape)
[Seite 589] τό, das Herumgefaltete, die Decke, der Deckel, Eur. Ion 1391.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτυγμα: τό, περικάλυμμα, Εὐρ. Ἴων. 1391.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
enveloppe.
Étymologie: περιπτύσσω.
Greek Monolingual
τὸ, Α περιπτύσσω
(ποιητ. τ.) περικάλυμμα, σκέπασμα.
Greek Monotonic
περίπτυγμα: -ατος, τό, οτιδήποτε διπλωμένο τριγύρω, περικάλυμμα, περιτύλιγμα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτυγμα -ατος, τό [περιπτύσσω] bedekking.
Russian (Dvoretsky)
περίπτυγμα: ατος τό крышка (ἀντίπηγος εὐκύκλου Eur.).
Middle Liddell
περίπτυγμα, ατος, τό, [from περιπτύσσω
anything folded round, a covering, Eur.