περίπτωμα: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(3b) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περίπτωμα:''' ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat. | |elrutext='''περίπτωμα:''' ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-πτωμα, ατος, τό,<br />a [[calamity]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A accidental happening : hence, 1 calamity, Pl.Prt.345b. 2 lucky chance, LXX Ru.2.3.
German (Pape)
[Seite 589] τό, Unfall, Zufall, Plat. Prot. 345 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίπτωμα: τό, συμφορά, δυστύχημα, Πλάτ. Πρωτ. 345Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conjoncture, particul. accident, malheur.
Étymologie: περιπίπτω.
Greek Monolingual
τὸ, Α περιπίπτω
1. τυχαίο συμβάν
2. δυστύχημα, συμφορά
3. ευτυχής σύμπτωση, συγκυρία, καλή τύχη.
Greek Monotonic
περίπτωμα: -ατος, τό, συμφορά, δυστυχία, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίπτωμα -ατος, τό [περιπίπτω] ongelukkige gebeurtenis.
Russian (Dvoretsky)
περίπτωμα: ατος τό (несчастная) случайность, случай Plat.