πλεθρίζω: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen. | |elnltext=πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πλεθρίζω]],<br />to run the [[πλέθρον]]; metaph. to "[[shoot]] with a [[long]] bow, " Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 10 January 2019
English (LSJ)
A run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).
German (Pape)
[Seite 628] ursprünglich im πλέθρον auf und ab laufen; übertr., sich im Reden ergehen, großprahlen, aufschneiden, Theophr. char. 23.
Greek (Liddell-Scott)
πλεθρίζω: τρέχω διάστημα πλέθρου· μεταφορ., μεγαλαυχῶ, Θεοφρ. Χαρακτ. 23.
French (Bailly abrégé)
1 donner la mesure d’un arpent ; courir le plèthre;
2 fig. discourir longuement.
Étymologie: πλέθρον.
Greek Monolingual
Α πλέθρον
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.
Greek Monotonic
πλεθρίζω: μέλ. -σω, τρέχω το διάστημα ενός πλέθρου, πλέθρον· μεταφ., καυχιέμαι, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλεθρίζω [πλέθρον] opscheppen.
Middle Liddell
πλεθρίζω,
to run the πλέθρον; metaph. to "shoot with a long bow, " Theophr.