πολυκαρπία: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst. | |elnltext=πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πολῠκαρπία, ἡ,<br />[[abundance]] of [[fruit]], Xen. [from [[πολύκαρπος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 05:46, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.
German (Pape)
[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότητα («ὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Greek Monotonic
πολῠκαρπία: αφθονία σε φρούτα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πολυκαρπία: ἡ обилие плодов, многоплодие Xen., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκαρπία -ας, ἡ [πολύκαρπος] rijke oogst.
Middle Liddell
πολῠκαρπία, ἡ,
abundance of fruit, Xen. [from πολύκαρπος