βραχύπορος: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(1a) |
(nl) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> with a [[short]] [[passage]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> with [[narrow]] [[passage]], Plut. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> with a [[short]] [[passage]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> with [[narrow]] [[passage]], Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βραχύπορος]] -ον [[βραχύς]], [[πόρος]] met korte omlooptijd. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:15, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 462] mit kurzem Wege, Plat. Rep. VIII. 546 a; εἴσπλους Plut. Mar. 15; ὄρνις, nicht weit fliegend, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύπορος: -ον, βραχὺ ἔχων πέρασμα, Πλάτ. Πολ. 546A· οἱ βρ. ὄρνιθες, ὁ μὴ ἱπτάμενος μακράν, βραχεῖαν ἔχων πτῆσιν, Φιλόστρ. 134· -ῥῆμ. –πορέω, κάμνω βραχεῖαν ὁδόν, διαβαίνω μικρὸν πέρασμα, Εὐστ. Πονημάτ. 274. 94. 2) ὁ ἔχων βραχὺ πέρασμα, σύντομον ἄνοιγμα, εἴσπλους Πλούτ. Μαρ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont le passage est court;
2 dans une passe étroite.
Étymologie: βραχύς, πόρος.
Spanish (DGE)
-ον
de corto recorrido περιτροπαὶ ... κύκλων Pl.R.546a, de la órbita de los planetas, Procl.Hyp.1.24
•de corto vuelo οἱ βραχύποροι ὄρνιθες Philostr.VA 3.48.
Greek Monotonic
βρᾰχύπορος: -ον, 1. αυτός που έχει μικρό πέρασμα, σε Πλάτ.
2. αυτός που έχει στενό, σύντομο άνοιγμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βραχύπορος:
1) совершающий недальний путь, т. е. недолгий, кратковременный (περιφοραί Plat.);
2) узкий, тесный (χαλεπὴ καὶ β. εἴσπλους Plut.).
Middle Liddell
1. with a short passage, Plat.
2. with narrow passage, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύπορος -ον βραχύς, πόρος met korte omlooptijd.