φούρκα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(45)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργή]], [[θυμός]] που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, [[μνησικακία]] («η [[φούρκα]] του δεν περιγράφεται»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον έχω [[φούρκα]]» — τον έχω [[μανία]], [[είμαι]] εξοργισμένος [[εναντίον]] του<br />β) «μέ πιάνει [[φούρκα]]» — εξοργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[φούρκα]] και [[παλούκι]] και του σκοτωμένου η [[μάννα]]» — λέγεται για [[συμμορία]] τυχοδιωκτών και αλητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>furca</i> «[[δίκρανο]] [[στήριγμα]]»].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br />στενό ορεινό [[πέρασμα]], [[στενωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. τουρκ. προέλευσης].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[διχαλωτός]] [[πάσσαλος]], [[δικράνι]]<br /><b>2.</b> [[αγχόνη]], [[κρεμάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οργή]], [[θυμός]] που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, [[μνησικακία]] («η [[φούρκα]] του δεν περιγράφεται»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τον έχω [[φούρκα]]» — τον έχω [[μανία]], [[είμαι]] εξοργισμένος [[εναντίον]] του<br />β) «μέ πιάνει [[φούρκα]]» — εξοργίζομαι, [[θυμώνω]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «όπου [[φούρκα]] και [[παλούκι]] και του σκοτωμένου η [[μάννα]]» — λέγεται για [[συμμορία]] τυχοδιωκτών και αλητών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>furca</i> «[[δίκρανο]] [[στήριγμα]]»].<br /><b>(II)</b><br />η, Ν<br />στενό ορεινό [[πέρασμα]], [[στενωπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. τουρκ. προέλευσης].
}}
}}

Revision as of 12:10, 10 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ
1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι
2. αγχόνη, κρεμάλα
νεοελλ.
1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)
2. φρ. α) «τον έχω φούρκα» — τον έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του
β) «μέ πιάνει φούρκα» — εξοργίζομαι, θυμώνω
3. παροιμ. «όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάννα» — λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. furca «δίκρανο στήριγμα»].
(II)
η, Ν
στενό ορεινό πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης].