ἐξοδιάζω: Difference between revisions
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
(12) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ξοδιάζω]] (AM [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[ξοδεύω]], [[δαπανώ]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] σε έξοδα<br /><b>2.</b> (για ζωή, καιρό) [[περνώ]] («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)<br /><b>3.</b> [[ξεπουλώ]]<br /><b>4.</b> θυσιάζομαι<br /><b>5.</b> [[διασκορπίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταβάλλω]] τα έξοδα, [[πληρώνω]].<br /><b>(II)</b><br />(Μ [[ἐξοδιάζω]]) [[εξόδιος]]<br />[[κηδεύω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 10 January 2019
English (LSJ)
A scatter, [ὀστᾶ] πρὸς τὸν ἄνεμον Nic.Dam.118 J. 2 pay in full, defray, discharge, τὸ ἀνάλωμα IG5(1).1167 (Gythium); τινὶ τὸ διάφορον ib.1390.52 (Andania); τὰ γεγραμμένα τισί Test.Epict.7.8, cf. IG12(3).168.7 (Astypalaea):—Pass., LXX 4 Ki.12.12(13): metaph. in Act., Gal.Anim.Pass.1.2 (dub.).
German (Pape)
[Seite 884] ausgeben, verwenden, wie Schol. Ar. Plut. 380 ἀναλώσας durch ἐξοδιάσας erkl.; LXX. u. Sp., wie Inscr. 1391.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοδιάζω: διασκορπίζω, Νικολ. Δαμ. παρὰ Στοβ. 614. 22. 2) ἀποτίνω, πληρώνω, τὰ ἀναλώματα τῶν τέκνων ἐξοδιασάντων Ἐπιγρ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1391· ἀπολ., Ἐπιγρ. Θηρ. αὐτόθι 2448, 26· πρβλ. Ahrens π. Δωρ. σ. 65· πρβλ. ἔξοδος IV. 3) ἀναλίσκω, δαπανῶ, ἐξοδιάζω ὡς καὶ νῦν λέγομεν, ἐν τῷ Παθ., εἰς πάντα ὅσα ἐξωδιάσθη ἐπὶ τὸν οἶκον Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
(I)
και ξοδιάζω (AM ἐξοδιάζω) εξόδιος
ξοδεύω, δαπανώ
μσν.- νεοελλ.
1. υποβάλλω σε έξοδα
2. (για ζωή, καιρό) περνώ («την ζην μου εξόδιασα στά βάρη»)
3. ξεπουλώ
4. θυσιάζομαι
5. διασκορπίζω
αρχ.
καταβάλλω τα έξοδα, πληρώνω.
(II)
(Μ ἐξοδιάζω) εξόδιος
κηδεύω.