ἐπίστιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
|mltxt=[[ἐπίστιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[εφέστιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[ἐπίστιος]]<br />το [[ανίσωμα]]. το [[κρασί]] που προσέφεραν [[κατά]] την [[υποδοχή]] ξένου<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἐπίστιον]]<br />στεγασμένος [[τόπος]] όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. <i>επίστιον</i> «[[εφέστιος]]», [[πράγμα]] που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. <i>επι</i>-<i>στα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ίστημι]]). Το δε θηλ. η [[επίστιος]] απαντά ως επίθ. στη λ. [[κύλιξ]] και έχει τη [[σημασία]] [[εφέστιος]] «επί της εστίας», [[σημασία]] που [[προφανώς]] αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. <i>επίστιον</i> από τον Αρίσταρχο. Η [[επίστιος]] [[κύλιξ]] «[[κούπα]] [[πάνω]] στην [[εστία]]» αποτελούσε [[ένδειξη]] καλής υποδοχής].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστιος Medium diacritics: ἐπίστιος Low diacritics: επίστιος Capitals: ΕΠΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: epístios Transliteration B: epistios Transliteration C: epistios Beta Code: e)pi/stios

English (LSJ)

ον, Ion. for ἐφέστιος (q.v.).    II. ἐπίστιος, ἡ, = ἀνίσωμα, πίνουσα τὴν ἐ. Anacr.90.4.

German (Pape)

[Seite 984] ion. = ἐφέστιος, zum Hausheerde gehörig, im Hause aufgenommen, der Gast, Her. 1, 35, Ζεὺς ἐπ. = ξένιος, 1, 44; ἡ ἐπ. κύλιξ, zum Willkommen, Anacr. Ath. X, 447 c; – τὸ ἐπίστιον ist – a) bei Hom. das Schirmdach, unter welchem die aufs Land gezogenen Schiffe standen, Od. 6, 265. Vgl. νεώσοικος u. νεώριον. – b) bei Her. 5, 72. 73 der zu einem Hause gehörige Hausstand, Familie.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστιος: -ον, Ἰων. ἀντὶ ἐφέστιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le foyer domestique : Ζεὺς ἐπίστιος Zeus protecteur du foyer domestique ; τὸ ἐπίστιον état d’une maison, d’une famille ; famille.
Étymologie: ἐπί, ἑστία ; ion. c. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

ἐπίστιος, -ον (Α)
1. εφέστιος
2. το θηλ. ως ουσ. ἐπίστιος
το ανίσωμα. το κρασί που προσέφεραν κατά την υποδοχή ξένου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίστιον
στεγασμένος τόπος όπου φυλάγονταν τα ανελκυσμένα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο Αρίσταρχος ερμηνεύει τη λ. επίστιον «εφέστιος», πράγμα που δημιουργεί προβλήματα, ενώ φαίνεται πιθανότερο να προέρχεται από θ. επι-στα (πρβλ. ίστημι). Το δε θηλ. η επίστιος απαντά ως επίθ. στη λ. κύλιξ και έχει τη σημασία εφέστιος «επί της εστίας», σημασία που προφανώς αποδόθηκε εσφαλμένα και στο ουδ. επίστιον από τον Αρίσταρχο. Η επίστιος κύλιξ «κούπα πάνω στην εστία» αποτελούσε ένδειξη καλής υποδοχής].

Greek Monotonic

ἐπίστιος: -ον, Ιων. αντί ἐφέστιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστιος: ион. = ἐφέστιος.