κράσπεδο: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(21)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κράσπεδον]])<br /><b>1.</b> το ακρότατο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] υφάσματος, η [[ούγια]], ή ενδύματος, ο [[γύρος]], ο [[ποδόγυρος]] (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.<br />β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι [[πρόποδες]], οι υπώρειες του βουνού<br />β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο [[σκιάδιο]] του σώματός τους και το οποίο με τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του προκαλεί [[εισροή]] και [[εκροή]] του νερού, [[χάρη]] στις οποίες μετακινείται το ζώο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράσπεδο]] πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο [[τμήμα]] του πεζοδρομίου [[προς]] την [[πλευρά]] του δρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] της σταφυλής του λαιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>πεδον</i>. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. [[κάρα]], (<i>τὸ</i>), [[κράς]], -[[κρατός]] (<i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>) «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», ενώ β' [[είναι]] η λ. [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γή</i>-<i>πεδον</i>, <i>δά</i>-<i>πεδον</i>), [[οπότε]] η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο [[σημείο]]»].
|mltxt=το (AM [[κράσπεδον]])<br /><b>1.</b> το ακρότατο [[μέρος]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] υφάσματος, η [[ούγια]], ή ενδύματος, ο [[γύρος]], ο [[ποδόγυρος]] (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.<br />β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι [[πρόποδες]], οι υπώρειες του βουνού<br />β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο [[σκιάδιο]] του σώματός τους και το οποίο με τη [[συστολή]] και [[διαστολή]] του προκαλεί [[εισροή]] και [[εκροή]] του νερού, [[χάρη]] στις οποίες μετακινείται το ζώο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράσπεδο]] πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο [[τμήμα]] του πεζοδρομίου [[προς]] την [[πλευρά]] του δρόμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πάθηση]] της σταφυλής του λαιμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>πεδον</i>. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. [[κάρα]], (<i>τὸ</i>), [[κράς]], -[[κρατός]] (<i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>) «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», ενώ β' [[είναι]] η λ. [[πέδον]] «[[πεδιάδα]], [[έδαφος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γή</i>-<i>πεδον</i>, <i>δά</i>-<i>πεδον</i>), [[οπότε]] η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο [[σημείο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

το (AM κράσπεδον)
1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος
2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ.
β. «ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ», ΚΔ)
3. φρ. α) «τα κράσπεδα του όρους» — οι πρόποδες, οι υπώρειες του βουνού
β) «κράσπεδα στρατοπέδου» — τα κέρατα της παράταξης, οι άκρες της στρατιωτικής παράταξης («ὄχλον πρὸς κρασπέδοισι στρατοπέδου τεταγμένον», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ζωολ. όργανο που φέρουν ορισμένες μέδουσες στο σκιάδιο του σώματός τους και το οποίο με τη συστολή και διαστολή του προκαλεί εισροή και εκροή του νερού, χάρη στις οποίες μετακινείται το ζώο
2. φρ. «κράσπεδο πεζοδρομίου» — το ακραίο πέτρινο τμήμα του πεζοδρομίου προς την πλευρά του δρόμου
αρχ.
1. τα όρια μιας χώρας («σχεδὸν παρ' αὐτοῑς κρασπέδοις Εὐρωπίας», Ευρ.)
2. πάθηση της σταφυλής του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράσ-πεδον. Το α' συνθετικό συνδέεται με τις λ. κάρα, (τὸ), κράς, -κρατός (, ) «κεφάλι, κορυφή», ενώ β' είναι η λ. πέδον «πεδιάδα, έδαφος» (πρβλ. γή-πεδον, δά-πεδον), οπότε η αρχική σημ. της λ. θα ήταν «το ψηλότερο σημείο»].