πρόστασις: Difference between revisions
εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προΐστημι]]<br /><b>1.</b> επιδεικτική εξωτερική [[μεγαλοπρέπεια]], επίπλαστη [[δόξα]]<br /><b>2.</b> η [[προστάς]]<br /><b>3.</b> (δ. γρφ.) η [[πρόσστασις]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόστασις]] ἡ πρὸς | |mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προΐστημι]]<br /><b>1.</b> επιδεικτική εξωτερική [[μεγαλοπρέπεια]], επίπλαστη [[δόξα]]<br /><b>2.</b> η [[προστάς]]<br /><b>3.</b> (δ. γρφ.) η [[πρόσστασις]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόστασις]] ἡ πρὸς τοῦ θυρώματος» — το [[προστομιαίο]](ν). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:05, 15 February 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A outward dignity, Pl. R.577a; τοῦ ἱεροῦ Delph.3(4).43.7 (ii B.C.). II = προστάς 11, IG12.372.58,62, al., SIG245.32 (Delph., iv B.C.), al. III v. πρόσστασις 1. IV dub. sens. in BGU432 ii (2).7 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas Anderes verbirgt, ὅςπερ μὴ καθάπερ παῖς ἔξωθεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως, Plat. Rep. IX, 577 a; Hippocr., u. öfter bei Sp. – Nach Didym. bei Harpocr. v. προστασία auch = προστάς, Vorhalle.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστᾰσις: ἡ, ἐπικράτησις ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπώδης ἐπίδειξις, πομπή, Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = προστάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 prédominance des humeurs;
2 insigne du rang, pompe, magnificence.
Étymologie: προΐστημι.
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α προΐστημι
1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα
2. η προστάς
3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις
4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῦ θυρώματος» — το προστομιαίο(ν).
Greek Monotonic
πρόστᾰσις: ἡ (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης επίδειξη, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόστασις -εως, ἡ [προ-ίσταμαι] uiterlijke praal:. ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως hij wordt verblind door de pracht en praal van dictatoriale regimes Plat. Resp. 577a. blokkering (van de ademhaling). Hp.
Russian (Dvoretsky)
πρόστᾰσις: εως ἡ внешний блеск, пышность Plut.
Middle Liddell
πρό-στᾰσις, εως, [προστῆναι]
outward dignity, pompous appearance, pomp, Plat.