ἀκατάσχετος: Difference between revisions
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(1a) |
(c1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατέχω]]<br />not to be checked:— adv. -τως, Plut. | |mdlsjtxt=[[κατέχω]]<br />not to be checked:— adv. -τως, Plut. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':不-向下-有<p>'''字義溯源''':不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[κατέχω]])=壓住)組成;而 ([[κατέχω]])又由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[ἔχω]])*=持)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);雅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 是難制伏的(1) 雅3:8 | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 2 October 2019
English (LSJ)
ον, (κατέχω)
A not to be checked, ὁρμή Hipparch. ap. Stob.4.44.81, cf. Onos.1.3; δάκρυα D.S.17.38; of persons, uncontrollable, Phld.Piet.86, Apollon.Mir.40, Plu.Mar.44. Adv. -τως D.S.17.34, Plu.Cam.37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάσχετος: -ον, (κατέχω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut contenir.
Étymologie: ἀ, κατέχω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontenible, incontrolable ὁρμή Hipparch. en Stob.4.44.81, δάκρυα D.S.17.38, λογισμοί Pall.V.Chrys.6.11
•de pers. Plu.Mar.44, θυμός Mart.Pol.12.2
•sin límites, irreprimible ἡ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἔκχυσις ... ἀ. καὶ ἄφθονος Didym.M.39.533A, τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν θεὸν ἀκατάσχετον Mac.Aeg.Hom.15.37.
2 c. gen. que no puede contener θυμὸς ἀ. ὀργῆς LXX Ib.31.11.
II adv. -ως de manera incontenible ἀ. ὁρμᾶν Ael.NA 14.18, Pall.V.Chrys.9.26, cf. D.S.17.34, Plu.Cam.37.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of κατέχω; unrestrainable: unruly.
English (Thayer)
(κατέχω, to restrain, control), that cannot be restrained: R G. (Diodorus 17,38 ἀκατάσχετος δάκρυα, others.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάσχετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να αναχαιτιστεί, να σταματήσει
«ακατάσχετη ορμή, φλυαρία, αιμορραγία»
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατασχέθηκε αναγκαστικά (για την ικανοποίηση του δανειστή) ή που δεν υπόκειται σε κατάσχεση
2. το ουδέτ. και ως ουσιαστικό, το ακατάσχετον
«το ακατάσχετον του μισθού».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατέχω.
ΠΑΡ. ἀκατασχεσία.
Greek Monotonic
ἀκατάσχετος: -ον (κατέχω), αυτός που δεν μπορεί να παρεμποδισθεί, να αναχαιτισθεί, επίρρ. -ως, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάσχετος: неудержимый, безудержный (ἁρπάζοντες καὶ μιαιφονοῦντες Plut.; δάκρυα Diod.).
Middle Liddell
κατέχω
not to be checked:— adv. -τως, Plut.
Chinese
原文音譯:¢kat£scetoj 阿-卡他-士赫拖士詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-向下-有
字義溯源:不受約束的,難控制的,難制伏的,不守法的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κατέχω)=壓住)組成;而 (κατέχω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 是難制伏的(1) 雅3:8