ὀλοθρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(1ba)
(c2)
Line 22: Line 22:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀλοθρευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[destroyer]], NTest.
|mdlsjtxt=[[ὀλοθρευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[destroyer]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':Ñloqreut»j 哦羅特留帖士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':全部 敗壞(者) 相當於: ([[שָׁחַת]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':敗壞者,毀滅者,滅命者;源自([[ὀλεθρεύω]] / [[ὀλοθρεύω]])=滅);而 ([[ὀλεθρεύω]] / [[ὀλοθρεύω]])出自([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])=敗壞), ([[ὀλέθριος]] / [[ὄλεθρος]])又出自([[ὀλιγωρέω]])X*=毀壞)<p/>'''出現次數''':總共(1);林前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 滅命的(1) 林前10:10
}}
}}

Revision as of 21:05, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 325] ὁ, der Verderber, N. T., Hesych. λυμεών.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exterminateur.
Étymologie: ὀλοθρεύω.

English (Strong)

from ὀλοθρεύω; a ruiner, i.e. (specially), a venomous serpent: destroyer.

English (Thayer)

( ὀλοθρευτής), ὀλοθρευτοῦ, ὁ (ὀλοθρεύω, which see), a destroyer; found only in 1 Corinthians 10:10.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ολοθρεύτρια (ΑΜ ὀλοθρευτής, Α θηλ. ὀλοθρεύτρια) ολοθρεύω
εξολοθρευτής («Ἰωσὴφ ὁ γενναῑος ἀγωνιστὴς... ὁ τῆς πλάνης ὀλοθρευτής», Μηναί.).

Greek Monotonic

ὀλοθρευτής: -οῦ, ὁ, καταστροφέας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀλοθρευτής: οῦ ὁ истребитель, губитель NT.

Middle Liddell

ὀλοθρευτής, οῦ, ὁ,
a destroyer, NTest.

Chinese

原文音譯:Ñloqreut»j 哦羅特留帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:全部 敗壞(者) 相當於: (שָׁחַת‎)

字義溯源:敗壞者,毀滅者,滅命者;源自(ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)=滅);而 (ὀλεθρεύω / ὀλοθρεύω)出自(ὀλέθριος / ὄλεθρος)=敗壞), (ὀλέθριος / ὄλεθρος)又出自(ὀλιγωρέω)X*=毀壞)

出現次數:總共(1);林前(1)

譯字彙編

1) 滅命的(1) 林前10:10