συζητητής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253
(1b)
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συζητητής]], οῦ, ὁ, [from [[συζητέω]]<br />a [[joint]] [[inquirer]]: a disputer, NTest.
|mdlsjtxt=[[συζητητής]], οῦ, ὁ, [from [[συζητέω]]<br />a [[joint]] [[inquirer]]: a disputer, NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':suzhtht»j 需-色帖帖士<p>'''詞類次數''':名詞(1)<p>'''原文字根''':共同-尋求(者)<p>'''字義溯源''':爭論者,辯論者,辯士;源自([[συζητέω]])=共同的調查),由 (482*=同)與([[ζητέω]])*=尋求)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);林前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 辯士(1) 林前1:20
}}
}}

Revision as of 21:30, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συζητητής Medium diacritics: συζητητής Low diacritics: συζητητής Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ
Transliteration A: syzētētḗs Transliteration B: syzētētēs Transliteration C: syzititis Beta Code: suzhthth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se livre à des recherches ou à des discussions.
Étymologie: συζητέω.

English (Strong)

from συζητέω; a disputant, i.e. sophist: disputer.

English (Thayer)

(L T Tr WH συνζητητης (cf. σύν, II. at the end)), συζητητου, ὁ (συζητέω), a disputer, i. e. a learned disputant, sophist: Ignatius ad Ephesians 18 [ET] (quotation).)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. συζητήτρια Ν συζητῶ
1. αυτός που συζητεί, που συμμετέχει ή διεξάγει μία συζήτηση, συνομιλητήςείναι καλός συζητητής»)
2. ο επιδέξιος στη διεξαγωγή συζητήσεων ή αυτός που του αρέσει να συζητεί.

Greek Monotonic

συζητητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ερευνά από κοινού· συνομιλητής, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συζητητής -οῦ, ὁ [συζητέω] deelnemer aan discussie, debater, redenaar.

Russian (Dvoretsky)

συζητητής: οῦ ὁ участник изыскания, т. е. исследователь NT.

Middle Liddell

συζητητής, οῦ, ὁ, [from συζητέω
a joint inquirer: a disputer, NTest.

Chinese

原文音譯:suzhtht»j 需-色帖帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:共同-尋求(者)

字義溯源:爭論者,辯論者,辯士;源自(συζητέω)=共同的調查),由 (482*=同)與(ζητέω)*=尋求)組成

出現次數:總共(1);林前(1)

譯字彙編

1) 辯士(1) 林前1:20