τρίχινος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(1b)
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρίχῐνος, η, ον [[θρίξ]], [[τριχός]]<br />of [[hair]], Xen.
|mdlsjtxt=τρίχῐνος, η, ον [[θρίξ]], [[τριχός]]<br />of [[hair]], Xen.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':tr⋯cinoj 特里希挪士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':髮狀的<p>'''字義溯源''':毛狀的,毛製的,毛;源自([[θρίξ]] / [[δέρρις]])*=髮)<p/>'''出現次數''':總共(1);啓(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 毛(1) 啓6:12
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχῐνος Medium diacritics: τρίχινος Low diacritics: τρίχινος Capitals: ΤΡΙΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tríchinos Transliteration B: trichinos Transliteration C: trichinos Beta Code: tri/xinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.

German (Pape)

[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.

English (Strong)

from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.

English (Thayer)

τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].

Greek Monotonic

τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τρίχῐνος: (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): σάκκος τ. NT власяница.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.

Middle Liddell

τρίχῐνος, η, ον θρίξ, τριχός
of hair, Xen.

Chinese

原文音譯:tr⋯cinoj 特里希挪士

詞類次數:形容詞(1)

原文字根:髮狀的

字義溯源:毛狀的,毛製的,毛;源自(θρίξ / δέρρις)*=髮)

出現次數:總共(1);啓(1)

譯字彙編

1) 毛(1) 啓6:12