εξωνούμαι: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=ἐξωνοῦμαι | |||
|Medium diacritics=ἐξωνοῦμαι | |||
|Low diacritics=εξωνούμαι | |||
|Capitals=ΕΞΩΝΟΥΜΑΙ | |||
|Transliteration A=exōnoûmai | |||
|Transliteration B=exōnoumai | |||
|Transliteration C=eksoneomai | |||
|Beta Code=e)cwnou=mai | |||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">buy off, redeem</b>, c. gen. vel dat. pretii, χρημάτων τινὰς ἐ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Oec.</span>1352a13</span>; χρήμασι τοὺς κινδύνους <span class="bibl">Lys.24.17</span>; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1315a24</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>21.20</span> (ii A. D.); τρισχιλίων ἐ. παρὰ τῶν γονέων . . μὴ ἀπαχθῆναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Peregr.</span>9</span>, cf. <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.18.4</span>; <b class="b2">redeem</b>, ἅπαντα τὰ σφάλματα ἑνὶ ὕψει καὶ κατορθώματι Longin.36.2. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> generally, <b class="b2">buy</b> (in impf., <b class="b2">bid for</b>, <span class="bibl">Hdt.1.196</span>), <b class="b3">ὁ ἐξωνούμενος</b> the <b class="b2">purchaser</b>, <span class="bibl">Aeschin.3.66</span>; <b class="b2">bribe</b>, <span class="bibl">Paus.4.17.3</span>.</span> | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0891.png Seite 891]] (s. [[ὠνέομαι]]), aus-, abkaufen, Aesch. 3, 66; χρήμασι τοὺς κινδύνους Lys. 24, 17; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arist. pol. 5, 11; von Gefangenen, Oec. 2, 33; ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων μὴ ἀπαχθῆναι, daß er nicht abgeführt würde, Luc. mort. Peregr. 9. – Das act. findet sich in Schol. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξωνέομαι''': Ἀποθ., [[ἐξαγοράζω]], ἀπολυτρώνω, [[μετὰ]] γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· [[εἶτα]] μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) [[καθόλου]], [[ἀγοράζω]], Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ [[ἀγοραστής]], Αἰσχίν. 63. 7· - [[διαφθείρω]] διὰ χρημάτων, «[[ἀγοράζω]]», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. [[ἐκπρίασθαι]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξωνοῦμαι]], [[ἐξωνέομαι]])<br />[[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] με χρήματα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)<br /><b>2.</b> [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»]. | |mltxt=(AM [[ἐξωνοῦμαι]], [[ἐξωνέομαι]])<br />[[εξαγοράζω]], [[διαφθείρω]] με χρήματα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αγοράζω]] («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)<br /><b>2.</b> [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ωνούμαι]] «[[αγοράζω]]»]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[ἐξωνοῦμαι]];<br /><b>1</b> acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l’acheteur, l’acquéreur;<br /><b>2</b> racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d’argent ; [[παρά]] τινος [[μή]] avec l’inf. obtenir de qqn à prix d’argent qu’on ne….<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξωνέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[εξαγοράζω]], [[απολυτρώνω]]· γενικά, [[αγοράζω]], σε Ηρόδ., Αισχίν. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξωνέομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> покупать, приобретать (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;<br /><b class="num">2)</b> выкупать (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;<br /><b class="num">3)</b> искупать (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι<br />Dep. to buy off, [[redeem]]:—[[generally]], to buy, Hdt., Aeschin. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:32, 8 October 2019
English (LSJ)
A buy off, redeem, c. gen. vel dat. pretii, χρημάτων τινὰς ἐ. Arist.Oec.1352a13; χρήμασι τοὺς κινδύνους Lys.24.17; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arist.Pol.1315a24, cf. PFay.21.20 (ii A. D.); τρισχιλίων ἐ. παρὰ τῶν γονέων . . μὴ ἀπαχθῆναι Luc.Peregr.9, cf. J.BJ1.18.4; redeem, ἅπαντα τὰ σφάλματα ἑνὶ ὕψει καὶ κατορθώματι Longin.36.2. 2 generally, buy (in impf., bid for, Hdt.1.196), ὁ ἐξωνούμενος the purchaser, Aeschin.3.66; bribe, Paus.4.17.3.
German (Pape)
[Seite 891] (s. ὠνέομαι), aus-, abkaufen, Aesch. 3, 66; χρήμασι τοὺς κινδύνους Lys. 24, 17; ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arist. pol. 5, 11; von Gefangenen, Oec. 2, 33; ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων μὴ ἀπαχθῆναι, daß er nicht abgeführt würde, Luc. mort. Peregr. 9. – Das act. findet sich in Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωνέομαι: Ἀποθ., ἐξαγοράζω, ἀπολυτρώνω, μετὰ γεν. ἢ δοτ. τοῦ διδομένου πρὸς ἀπολύτρωσιν, χρημάτων ἐξεωνοῦντο τοὺς σηνειλημμένους Ἀριστ. Οἰκ. 2, 33· οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους Λυσ. 24. 17· τὰς δοκούσας ἀτιμίας ἐξωνεῖσθαι μείζοσι τιμαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 29· εἶτα μειράκιόν τι διαφθείρας... τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ τῶν γονέων τοῦ παιδός... μὴ ἐπὶ τὸν ἁρμοστὴν ἀπαχθῆναι τῆς Ἀσίας Λουκ. περὶ Περεγρ. Τελευτ. 9. 2) καθόλου, ἀγοράζω, Ἡρόδ. 1. 196· ὁ ἐξωνούμενος, ὁ ἀγοραστής, Αἰσχίν. 63. 7· - διαφθείρω διὰ χρημάτων, «ἀγοράζω», ὡς λέγομεν νῦν, δωροδοκῶ, Παυσ. 4. 17. - Πρβλ. ἐκπρίασθαι.
Greek Monolingual
(AM ἐξωνοῦμαι, ἐξωνέομαι)
εξαγοράζω, διαφθείρω με χρήματα
αρχ.-μσν.
1. αγοράζω («ἄπελθε καὶ ἐξώνησαι ἄρτους»)
2. εξαγοράζω, απελευθερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωνούμαι «αγοράζω»].
French (Bailly abrégé)
ἐξωνοῦμαι;
1 acheter : ὁ ἐξωνούμενος ESCHN l’acheteur, l’acquéreur;
2 racheter : χρήμασι τοὺς κινδύνους LYS se soustraire aux périls à prix d’argent ; παρά τινος μή avec l’inf. obtenir de qqn à prix d’argent qu’on ne….
Étymologie: ἐξ, ὠνέομαι.
Greek Monotonic
ἐξωνέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξαγοράζω, απολυτρώνω· γενικά, αγοράζω, σε Ηρόδ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωνέομαι:
1) покупать, приобретать (τὰς καλλιστεούσας παρθένους Her.): ὁ ἐξωνούμενος Aeschin. покупатель, приобретатель;
2) выкупать (χρημάτων τοὺς συνειλημμένους Arst.): χρήμασι τοὺς κινδύνους ἐ. Lys. откупиться деньгами от опасностей;
3) искупать (ἀτιμίας μείζοσι τιμαῖς Arst.).
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to buy off, redeem:—generally, to buy, Hdt., Aeschin.