несчастный: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[δυσέρως]], [[ἀπάλαμος]], [[ἄσῳτος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[ταλαός]], [[δάϊος]], [[δήϊος]], [[ὀϊζυρός]], [[οἰζυρός]], [[βαρυδαίμων]], [[δύσκολπος]], [[δύσμορος]], [[οἴκτιστος]], [[ταλαίφρων]], [[ταλαίπωρος]], [[μέλεος]], [[ἄνορμος]], [[ἀμέγαρτος]], [[στυγερός]], [[ὀλέθριος]], [[κακοτυχής]], [[λευγαλέος]], [[δείλαιος]], [[σμυγερός]], [[ἄποτμος]], [[ἀτυχής]], [[ἄνολβος]], [[δυσδαίμων]], [[δύσποτμος]], [[κακόποτμος]], [[μογερός]], [[δύσγαμος]], [[δυστοκεύς]], [[νήποτμος]], [[σχέτλιος]], [[κακοδαίμων]], [[παλιντυχής]], [[δειλός]], [[ἰάλεμος]], [[μοχθηρός]], [[τάλας]], [[αὐχμηρός]], [[τλήμων]], [[τλάμων]], [[μελεόφρων]], [[μέλας]], [[δυσώνυμος]], [[αἰνόλινος]] | |rueltext=[[περιπετής]], [[δυσέρως]], [[ἀπάλαμος]], [[ἄσῳτος]], [[ἄθλιος]], [[ἀέθλιος]], [[ταλαός]], [[δάϊος]], [[δήϊος]], [[ὀϊζυρός]], [[οἰζυρός]], [[βαρυδαίμων]], [[δύσκολπος]], [[δύσμορος]], [[οἴκτιστος]], [[ταλαίφρων]], [[ταλαίπωρος]], [[μέλεος]], [[ἄνορμος]], [[ἀμέγαρτος]], [[στυγερός]], [[ὀλέθριος]], [[κακοτυχής]], [[λευγαλέος]], [[δείλαιος]], [[σμυγερός]], [[ἄποτμος]], [[ἀτυχής]], [[ἄνολβος]], [[δυσδαίμων]], [[δύσποτμος]], [[κακόποτμος]], [[μογερός]], [[δύσγαμος]], [[δυστοκεύς]], [[νήποτμος]], [[σχέτλιος]], [[κακοδαίμων]], [[παλιντυχής]], [[δειλός]], [[ἰάλεμος]], [[μοχθηρός]], [[τάλας]], [[αὐχμηρός]], [[τλήμων]], [[τλάμων]], [[μελεόφρων]], [[μέλας]], [[δυσώνυμος]], [[αἰνόλινος]], [[ἄμοιρος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 15 October 2019
Russian > Greek
περιπετής, δυσέρως, ἀπάλαμος, ἄσῳτος, ἄθλιος, ἀέθλιος, ταλαός, δάϊος, δήϊος, ὀϊζυρός, οἰζυρός, βαρυδαίμων, δύσκολπος, δύσμορος, οἴκτιστος, ταλαίφρων, ταλαίπωρος, μέλεος, ἄνορμος, ἀμέγαρτος, στυγερός, ὀλέθριος, κακοτυχής, λευγαλέος, δείλαιος, σμυγερός, ἄποτμος, ἀτυχής, ἄνολβος, δυσδαίμων, δύσποτμος, κακόποτμος, μογερός, δύσγαμος, δυστοκεύς, νήποτμος, σχέτλιος, κακοδαίμων, παλιντυχής, δειλός, ἰάλεμος, μοχθηρός, τάλας, αὐχμηρός, τλήμων, τλάμων, μελεόφρων, μέλας, δυσώνυμος, αἰνόλινος, ἄμοιρος