μελεόφρων
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ονος, miserable-minded, E.IT854 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 121] ον, unglücklich im Sinne, Eur. I. T. 854.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
dont l'esprit est soucieux, malheureux.
Étymologie: μέλεος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
μελεόφρων: 2, gen. ονος удрученный, несчастный Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μελεόφρων: ὁ, ἡ, ὁ μέλεα, λύπης ἄξια φρονῶν, δυστυχής, Λατ. infelix animi, Εὐρ. Ι. Τ. 854.
Greek Monolingual
μελεόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ', ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. ματαιόφρων].
Greek Monotonic
μελεόφρων: ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που σκέφτεται μίζερα, κακόμοιρα, σε Ευρ.