привязывать: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀρτάω]] | |rueltext=[[ἀρτάω]], [[ἀρτέω]], [[δεσμεύω]], [[πακτόω]], [[ὀχμάζω]], [[διαδέω]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ἀναδέω]], [[ἀνδέω]], [[περιδέω]], [[ἀνάπτω]], [[ἀναδεσμεύω]], [[ἐκδέω]], [[ἀνείρω]], [[περικαθάπτω]], [[ἐφάπτω]], [[ἐπάπτω]], [[ἐπιδέω]], [[ἐξάπτω]], [[ἐνάπτω]], [[καθάπτω]], [[ἐνδέω]], [[ἐνδεσμεύω]], [[προσδεσμεύω]], [[προσδέω]], [[καταδέω]], [[ἐγκαταδέω]], [[ἐπικαταδέω]], [[προσάπτω]], [[προτιάπτω]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[δέω]], [[δεσμέω]], [[ἐναφάπτω]], [[κατακλείω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀρτάω, ἀρτέω, δεσμεύω, πακτόω, ὀχμάζω, διαδέω, περιάπτω, περάπτω, ἀναδέω, ἀνδέω, περιδέω, ἀνάπτω, ἀναδεσμεύω, ἐκδέω, ἀνείρω, περικαθάπτω, ἐφάπτω, ἐπάπτω, ἐπιδέω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, καθάπτω, ἐνδέω, ἐνδεσμεύω, προσδεσμεύω, προσδέω, καταδέω, ἐγκαταδέω, ἐπικαταδέω, προσάπτω, προτιάπτω, οἰκειόω, οἰκηϊόω, δέω, δεσμέω, ἐναφάπτω, κατακλείω