δεητικός: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(1a) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=deitikos | |Transliteration C=deitikos | ||
|Beta Code=dehtiko/s | |Beta Code=dehtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to ask</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1125a10</span>; | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">disposed to ask</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1125a10</span>; [[suppliant]], φωνή <span class="bibl">D.S.17.44</span>; λόγος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cor.</span> 18</span>; ἐπιστολαί <span class="bibl">Ph.2.590</span> (Sup.); εὐχαί <span class="bibl">Id.2.296</span> (Sup.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 28 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed to ask, Arist.EN1125a10; suppliant, φωνή D.S.17.44; λόγος Plu.Cor. 18; ἐπιστολαί Ph.2.590 (Sup.); εὐχαί Id.2.296 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 534] bittend, περί τινος Arist. Eth. 4, 3; λόγος Plut. Coriol. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δεητικός: ή,όν, διατεθειμένος νὰ ζητήσῃ , Ἀριστ. Ἠθ .Ν.4.3, 32· ἱκέτης,ἱκετευτικός, φωνή Διόδ. 17.44· λόγος Πλούτ.Κορ.18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui demande, suppliant.
Étymologie: δέομαι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. dispuesto a pedir (ὁ μεγαλόψυχος) ... περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα ... δ. Arist.EN 1125a10.
2 de abstr. que pide, suplicante φωνή D.S.17.44, λόγος Plu.Cor.18, cf. Ps.Callisth.1.46a.3, ἐπιστολαί Ph.2.590, εὐχαί Ph.2.296
•de pers. suplicante προῆλθεν ... οὐκέτι δ. οὐδὲ πρᾶος, ἀλλὰ τραχὺς ὀφθείς Plu.Oth.16.
II adv. -ῶς con ánimo de súplica Eust.1807.11.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεητικός, -ή, -όν)
παρακλητικός, ικετευτικός («δεητική φωνή»)
νεοελλ.-μσν.
επίρρ. δεητικά (Μ δεητικῶς)
με παρακάλια, ικετευτικά
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δεητικόν
δέηση, ικεσία
αρχ.
ο διατεθειμένος να ζητήσει κάτι ή να παρακαλέσει για κάτι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. δεητικός προήλθε είτε απευθείας από το ρ. δέω, δέομαι «χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ» και το επίθημα -τικός, είτε με τη μεσολάβηση του ουσ. δέησις].
Greek Monotonic
δεητικός: -ή, -όν (δέομαι), ικετευτικός, παρακλητικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δεητικός: просящий, просительный, умоляющий (ὀλοφυρτικὸς καὶ δ. Arst.; λόγος Plut.; φωνή Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεητικός -ή -όν [δέω] geneigd tot vragen:. περὶ ἀναγκαίων ἢ μικρῶν ἥκιστα... δεητικός bij grote of kleine problemen allerminst geneigd hulp te vragen Aristot. EN 1125a10; προῆλθεν... οὐκέτι δεητικὸς οὐδὲ πρᾶος hij trad niet langer naar voren met een smekend of vriendelijk gezicht Plut. Oth. 16.6.