λόχιος: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - " . ." to "…") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lochios | |Transliteration C=lochios | ||
|Beta Code=lo/xios | |Beta Code=lo/xios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">belonging to child-birth</b>, <b class="b3">λ. νοσήματα</b> [[childbed]], <span class="bibl">E. <span class="title">El.</span>656</span>; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι <span class="bibl">Id.<span class="title">Ba.</span>89</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Ion</span>452</span> (lyr.); <b class="b3">λόχιαι… Μοῖραι</b> prob. in <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>206</span> (lyr.); λοχίης ἐκ νηδύος <span class="bibl">A.R.4.706</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">λοχίη</b>, = Lat. [[foeta]] or [[puerpera]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>3.292</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">b</span> <b class="b3">λόχιαι, αἱ,</b> = [[λοχεῖαι]], <span class="bibl">Euph.9.11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">Λοχία, ἡ</b>, epith. of Artemis, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1097</span>, <span class="bibl"><span class="title">Supp.</span>958</span> (both lyr.), cf. <span class="title">SIG</span>1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also Λοχεία, q.v. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b3">λόχια, τά</b>, <b class="b2">discharge after child-birth</b>, Hp.<span class="title">Nat. Puer.</span>18, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>573a9</span> (ἡ λοχίη κάθαρσις <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.29</span>, al.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">child-birth</b>, AP7.375 (Antiphil.), <span class="bibl">9.311</span> (Phil.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:55, 28 June 2020
English (LSJ)
α, ον,
A of or belonging to child-birth, λ. νοσήματα childbed, E. El.656; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι Id.Ba.89 (lyr.), cf. Ion452 (lyr.); λόχιαι… Μοῖραι prob. in Id.IT206 (lyr.); λοχίης ἐκ νηδύος A.R.4.706. 2 λοχίη, = Lat. foeta or puerpera, Opp.C.3.292. b λόχιαι, αἱ, = λοχεῖαι, Euph.9.11. II Λοχία, ἡ, epith. of Artemis, E.IT1097, Supp.958 (both lyr.), cf. SIG1219.33 (Gambreum, iii B.C.):—also Λοχεία, q.v. III λόχια, τά, discharge after child-birth, Hp.Nat. Puer.18, Arist.HA573a9 (ἡ λοχίη κάθαρσις Hp.Mul.1.29, al.). 2 child-birth, AP7.375 (Antiphil.), 9.311 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 66] = λοχεῖος; λόχια ἄλγη, Geburtsschmerzen, Antp. Sid. 85 (VII, 164); – Ἄρτεμις λοχία, die den Gebärenden hilft, Eur. Suppl. 982, wie Hesych. λοχία durch μαῖα erkl.; – τὰ λόχια. die Reinigung der Kindbetterinn, Arist. H. A. 6, 18. – Auch = trächtig, Opp. Cyn. 3, 392.
Greek (Liddell-Scott)
λόχιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοκετόν, λ. νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ἠλ. 636· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 89, πρβλ. Ἴωνα 452· περὶ τοῦ χωρίου ἐν Ἰφ. ἐν Τ. 206, ἴδε παιδεία· λοχίης ἐκ νηδύος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 706. 2) λοχίη, = τῷ Λατ. foeta ἢ puerpera, Ὀππ. Κυν. 3. 292. ΙΙ. Λοχία, ἡ, ἐπίθετ. τῆς Ἀρτέμιδος Εἰλειθυίας, Εὐρ. Ι. Τ. 1097· Ἄρτεμις Λοχία ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 958, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562· λοχεία αὐτόθι 1768. ΙΙΙ. λόχια, τά, ἡ μετὰ τὸν τοκετὸν ῥύσις, Ἱππ. 239. 32., 240. 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 21· (ἡ λοχίη κάθαρσις Ἱππ. 601. 48, κτλ). 2) αὐτὸς ὁ τοκετός, γέννα, Ἀνθ. Π. 7. 375., 9. 311.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne l’accouchement, qui préside à la naissance ; ἡ Λοχία Artémis, la déesse des accouchements.
Étymologie: λόχος.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λόχιος, -ία, -ον, θηλ. και -ίη) λόχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στη λοχεία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λόχια
τα εκκρίματα που αποβάλλονται από τη μήτρα κατά τη λοχεία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τοκετό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λοχία ή ἡ λοχίη
η λεχώνα
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λοχία
προσωνυμία της Αρτέμιδος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ο τοκετός, η γέννα
5. (κατά τον Ησύχ.) «μαῑα» και «λοχίαν τὴν εὐτραφῆ καὶ ἁδροὺς στάχυας φέρουσαν».
Greek Monotonic
λόχιος: -α, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον τοκετό, λόχια νοσήματα, λοχεία, κλίνη τοκετού, σε Ευρ.· ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαισι, στον ίδ.
II. Λοχία, ἡ, επίθ. της Άρτεμης Εἰλειθυίας, στον ίδ.
III. λόχια, τά, γέννηση, γέννα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λόχιος:
1) связанный с разрешением от бремени, родовой (νοσήματα Eur.; ἄλγη Anth.);
2) помогающий при родах, разрешающий от бремени (Ἄρτεμις Eur.).
Middle Liddell
λόχιος, η, ον
I. of or belonging to childbirth, λ. νοσήματα childbed, Eur.; ὠδίνων λοχίαις ἀνάγκαις Eur.
II. Λοχία, epith. of Artemis Εἰλείθυια, Eur.
III. λόχια, ων, τά, childbirth, Anth.