μελίσσειος: Difference between revisions
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melisseios | |Transliteration C=melisseios | ||
|Beta Code=meli/sseios | |Beta Code=meli/sseios | ||
|Definition=α, ον, = foreg., <b class="b3">κηρίον μ</b>. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=α, ον, = foreg., <b class="b3">κηρίον μ</b>. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[honey]]comb, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>24.42</span> (v.l. [[μελίσσιον]]) <b class="b3">; μελίσσειον</b> or <b class="b3">μελίσσιον</b> alone, Hsch. s. vv. <b class="b3">νύμφη, σής</b>, Suid., Sch.<span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>547</span>; also <b class="b3">μελίσσιον· σμῆνος</b>, Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">μελίσσειον, τό</b>, [[beehive]], PCair.Zen.467 (iii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:10, 28 June 2020
English (LSJ)
α, ον, = foreg., κηρίον μ.
A honeycomb, Ev.Luc.24.42 (v.l. μελίσσιον) ; μελίσσειον or μελίσσιον alone, Hsch. s. vv. νύμφη, σής, Suid., Sch.Nic.Al.547; also μελίσσιον· σμῆνος, Hsch. II μελίσσειον, τό, beehive, PCair.Zen.467 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 124] = μελισσαῖος, κηρίον, Ev. Luc. 24 42.
Greek (Liddell-Scott)
μελίσσειος: -α, -ον, ὁ τῆς μελίσσης, κηρίον μ., κηρήθρα μέλιτος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κδ΄, 42 (ἔνθα πολλὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μελίσσιον), Εὐστ. Πονημ. 59. 15, κλ. 2) μελίσσιον, τό, σμῆνος ἢ ἑσμὸς μελισσῶν, κοινῶς «μελίσσι», Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα, Νικήτ. Βυζάντ. 761C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. μελισσαῖος ; μελίσσειον κηρίον rayon de miel ; τὸ μελίσσειον ruche.
Étymologie: μέλισσα.
Greek Monolingual
μελίσσειος, -εία, -ον, ουδ. και μελίσσιον (ΑM, Μ και μελίσσι[ο]ν)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μελίσσ(ε)ιον
1. σμήνος μελισσών
2. κυψέλη μελισσών
αρχ.
αυτός που παρασκευάζεται από τις μέλισσες («οἱ δὲ ἀπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσείου κηρίου», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ειος (πρβλ. ελάφ-ειος, κύκν-ειος].
Greek Monotonic
μελίσσειος: -α, -ον, αυτός που προέρχεται από τη μέλισσα, κηρίον μελίσσειον, κηρήθρα, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
μελίσσειος: NT v. l. = μελίσσιος.
Middle Liddell
μελίσσειος, η, ον [from μέλισσᾰ]
of bees, κηρίον μ. a honeycomb, NTest.