τάρφος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tarfos
|Transliteration C=tarfos
|Beta Code=ta/rfos
|Beta Code=ta/rfos
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thicket</b>, βαθείης τάρφεσιν ὕλης <span class="bibl">Il.5.555</span>; βαθέης ἐν τ. ὕλης <span class="bibl">15.606</span>; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα <span class="bibl">A.R.4.1238</span>. (From <b class="b3">τρέφω</b> <b class="b2">thicken</b>.) </span>
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thicket]], βαθείης τάρφεσιν ὕλης <span class="bibl">Il.5.555</span>; βαθέης ἐν τ. ὕλης <span class="bibl">15.606</span>; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα <span class="bibl">A.R.4.1238</span>. (From <b class="b3">τρέφω</b> [[thicken]].) </span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρφος Medium diacritics: τάρφος Low diacritics: τάρφος Capitals: ΤΑΡΦΟΣ
Transliteration A: tárphos Transliteration B: tarphos Transliteration C: tarfos Beta Code: ta/rfos

English (LSJ)

εος, τό,

   A thicket, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Il.5.555; βαθέης ἐν τ. ὕλης 15.606; μνιόεντα βυθοῖο τάρφεα A.R.4.1238. (From τρέφω thicken.)

German (Pape)

[Seite 1072] τό (mit τρέφω, dicht machen, zusammenhangend), die Dichtigkeit, τάρφεα ὕλης, die Dickichte des Waldes, Il. 5, 555. 15, 606.

Greek (Liddell-Scott)

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνὸν φύλλωμα, βαθείης τάρφεσιν ὕλης Ἰλ. Ε. 555 βαθέης ἐνὶ τ. ὑ. Ο. 606· τάρφεα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1238. (Ἐκ τοῦ τρεφέω, πυκνὸν ποιῶ).

English (Autenrieth)

εος (τρέφω): thicket, only dat. pl., ἐν τάρφεσιν ὕλης, Il. 5.555 and Il. 15.606.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το σιγμόληκτο ουδ. τάρφος, που μαρτυρείται στον πληθ. τάρφεα, τάρφεσι, όσο και το επίθ. ταρφύς (πρβλ. κρατύς: κράτος, ταχύς: τάχος) είναι αρχαϊκοί τ. που ανάγονται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ταρφ- του τρέφω. Παράλληλα με το επίθ. ταρφύς μαρτυρείται ο πληθ. θηλυκού ταρφειαί (πρβλ. θαμειαί, πυκιναί), από όπου το επίθ. ταρφειός].

Greek Monotonic

τάρφος: -εος, ὁ, πύκνωμα, πυκνό φύλλωμα, σε Ομήρ. Ιλ. (Από το τρέφω = κάνω κάτι πυκνό, πυκνώνω).

Russian (Dvoretsky)

τάρφος: εος τό чаща, заросль (τάρφεα ὕλης Hom.).

Middle Liddell

τάρφος, εος,
a thicket, Il. [From τρέφω to thicken.]