εὐεργής: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evergis | |Transliteration C=evergis | ||
|Beta Code=eu)ergh/s | |Beta Code=eu)ergh/s | ||
|Definition=ές, (ἔργον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-wrought, well-made</b>, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου <span class="bibl">Il.5.585</span>; of ships, <b class="b3">μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ</b>. <span class="bibl">24.396</span>, and freq. in Od., cf. <span class="title">IG</span>12.74.27; πηδάλιον <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>629</span>; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην <span class="bibl">Od.13.224</span>; of gold, [[wrought]], χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα <span class="bibl">24.274</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">well-done</b>: hence in pl., <b class="b3">εὐεργέα</b>, = the Prose <b class="b3">εὐεργεσίαι</b>, | |Definition=ές, (ἔργον) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-wrought, well-made</b>, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου <span class="bibl">Il.5.585</span>; of ships, <b class="b3">μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ</b>. <span class="bibl">24.396</span>, and freq. in Od., cf. <span class="title">IG</span>12.74.27; πηδάλιον <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>629</span>; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην <span class="bibl">Od.13.224</span>; of gold, [[wrought]], χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα <span class="bibl">24.274</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">well-done</b>: hence in pl., <b class="b3">εὐεργέα</b>, = the Prose <b class="b3">εὐεργεσίαι</b>, [[benefits]], [[services]], οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων <span class="bibl">22.319</span>, cf. <span class="bibl">4.695</span>; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς <span class="title">Milet.</span>1(7).205b (ii A. D.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> = [[εὐεργός]] 11.2, τῷ ψυχρῷ <span class="bibl">Olymp.<span class="title">in Mete.</span>313.9</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">4</span> [[easy]], of a surgical operation, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.45.2.6</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">5</span> [[effective]], τὴν εὐώνυμον χεῖρα -εστέραν <span class="bibl">Sor.2.61</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 29 June 2020
English (LSJ)
ές, (ἔργον)
A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐ. 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274. 2 well-done: hence in pl., εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.). 3 = εὐεργός 11.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9. 4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6. 5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα -εστέραν Sor.2.61.
German (Pape)
[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien travaillé :
1 au sens matériel (char, navire, vêtement);
2 au sens moral εὐεργέα OD des bienfaits.
Étymologie: εὖ, ἔργον.
English (Autenrieth)
ές: well-made, well-wrought; pl., εὐεργέα, good deeds, benefactions, Od. 22.319.
Greek Monolingual
εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].
Greek Monotonic
εὐεργής: -ές (*ἔργω),·
1. καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος καλά, σε Ομήρ. Οδ.
2. καλά καμωμένος· πληθ., εὐεργέα = εὐεργεσίαι, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργής:
1) хорошо сделанный, искусно сработанный (δίφρος, λώπη, νηῦς Hom.; πηδάλιον Hes.);
2) хорошо обработанный (χρυσός Hom.);
3) (о делах) хороший, добрый: χάρις εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела.
Middle Liddell
εὐ-εργής, ές [*ἔργω
1. well-wrought, well-made, of chariots, ships, etc., Hom.; of gold, wrought, Od.
2. well-done: pl. εὐεργέα = εὐεργεσίαι, benefits, services, Od.