ψέφας: Difference between revisions
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
(2b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psefas | |Transliteration C=psefas | ||
|Beta Code=ye/fas | |Beta Code=ye/fas | ||
|Definition=ᾰος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ᾰος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[gloom]], [[darkness]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>324</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ᾰος, τό,
German (Pape)
[Seite 1396] τό, wie ψέφος, Dunkelheit, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψέφας: -αος, τό, ὡς τὸ ψέφος, κνέφας, σκότος, ζόφος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-αος, και ψέφος, -ους, τὸ, Α
ο ζόφος, το σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκού τύπου ουδ., που ανάγεται σε αρχικό τ. ψέφαρ, όπως υποδηλώνει το παράγωγο ψεφαρός (πρβλ. γέρας). Κατά μία άποψη, το ουδ. ψέφας, όπως και τα συνώνυμα κνέφας, δνόφος / γνόφος, ζόφος, ανάγονται σε ΙΕ ρίζα kwsep- «σκοτεινός» και συνδέονται με το αρχ. ινδ. ksap «νύχτα», ενώ οι φωνητικές τους διαφορές αποδίδονται σε γλωσσικό ταμπού].
Russian (Dvoretsky)
ψέφας: αος τό тьма Pind.
Frisk Etymology German
ψέφας: (Pi.Fr. 324, H.),
{pséphas}
Forms: auch ψέφος (H., coni. Lobeck pro ψόφου, σκότου Alk. Z 114)
Grammar: n.
Meaning: Dunkel, Finsternis
Composita : mit ψεφοειδής = ψεφαρός (Gal.), ψεφαυγοῦς· σκοτεινῆς H.,
Derivative: ψεφαῖος = σκοτεινός H., ψεφηνός (Pi. Ν. 3, 41; -εννός Porson, -εινός Bergk), ψεφαρός (Hp. ap. Gal.) dunkel, finster, wolkig. Unsicher ψάφα· κνέφας und σεῖφα· σκοτία. Κρῆτες H.
Etymology : Reimwort zu κνέφας, s.d. m. weiterer Lit.; dazu noch Mayrhofer s. kṣáp und IF 70, 249.
Page 2,1133