ὀνοματώδης: Difference between revisions
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=onomatodis | |Transliteration C=onomatodis | ||
|Beta Code=o)nomatw/dhs | |Beta Code=o)nomatw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of the nature of a name]]: <b class="b3">λόγος ὀ</b>. a [[nominal]] definition, Arist.<span class="title">AP</span>0.93b31.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ες,
A of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.
German (Pape)
[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.
Russian (Dvoretsky)
ὀνομᾰτώδης: похожий на название, имеющий характер имени: λόγος ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.