μετεωρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meteorologia
|Transliteration C=meteorologia
|Beta Code=metewrologi/a
|Beta Code=metewrologi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">discussion of</b> τὰ μετέωρα, ἀδολεσχία καὶ μ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span> 270a</span>; [[meteorology]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>338a26</span>, <span class="bibl">Ph.1.371</span>: in bad sense, ib. <span class="bibl">486</span>.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[discussion of]] τὰ μετέωρα, ἀδολεσχία καὶ μ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span> 270a</span>; [[meteorology]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>338a26</span>, <span class="bibl">Ph.1.371</span>: in bad sense, ib. <span class="bibl">486</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 22:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωρολογία Medium diacritics: μετεωρολογία Low diacritics: μετεωρολογία Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: meteōrología Transliteration B: meteōrologia Transliteration C: meteorologia Beta Code: metewrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A discussion of τὰ μετέωρα, ἀδολεσχία καὶ μ. Pl.Phdr. 270a; meteorology, Arist.Mete.338a26, Ph.1.371: in bad sense, ib. 486.

German (Pape)

[Seite 160] ἡ, das Sprechen, die Lehre von den Erscheinungen am Himmel od. den Himmelskörpern, und übh. von hohen Dingen, was der großen Menge sehr überflüssig erscheint; προσδέονται ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι, Plat. Phaedr. 270 a; Plut. Per. 5.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρολογία: ἡ, ἐξέτασις τῶν μετεώρων, τὸ ὑψηλότερον μέρος τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, Πλάτ. Φαῖδρ. 270Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discours ou traité sur les corps ou les phénomènes célestes.
Étymologie: μετεωρολόγος.

Greek Monolingual

η (Α μετεωρολογία) μετεωρολόγος
επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και, ειδικότερα, με τη συστηματική μελέτη τών μεταβολών της θερμοκρασίας, της υγρασίας, της ατμοσφαιρικής πίεσης, τών ανέμων, της νέφωσης και τών ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, καθώς και τών αιτίων τών φαινομένων αυτών, και ο οποίος αποτελεί τη βάση για την πρόγνωση του καιρού
αρχ.
η ενασχόληση με ακατανόητα και υψηλά πράγματα («πᾱσαι ὅσαι μεγάλαι τῶν τεχνῶν προσδέονται ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι», Πλάτ.).

Greek Monotonic

μετεωρολογία: ἡ, συζήτηση για υψηλά ζητήματα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρολογία: ἡ рассуждение о небесных явлениях Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

μετεωρολογία, ἡ, [from μετεωρολόγος
discussion of high things, Plat.