νᾶμα: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nama | |Transliteration C=nama | ||
|Beta Code=na=ma | |Beta Code=na=ma | ||
|Definition=ατος, τό, (νάω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">anything flowing, running water, stream, spring</b>, <b class="b3">ν. Μναμοσύνας</b> cj. in <span class="bibl">Simon.45</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>806</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1130</span> (lyr.); Κασταλίδος νάματα <span class="title">Pae.Delph.</span>1.6; δακρύων θερμὰ ν. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>919</span>; νάματ' ὄσσων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>625</span>; ν. πυρός <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>1187</span>; ν. Βάκχιον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>14</span>; μὰ νάματα <span class="bibl">Antiph.296</span> ( = <span class="bibl">Timocl.38</span>); <b class="b3">ν. θυγατέρων ταύρων</b>, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; <b class="b3">φλέγματος, χολῆς ν</b>., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>42</span>: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα <span class="bibl"><span class="title">Criti.</span>111d</span>: metaph., λόγων ν. <span class="bibl"><span class="title">Ti.</span>75e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ατος, τό, (νάω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">anything flowing, running water, stream, spring</b>, <b class="b3">ν. Μναμοσύνας</b> cj. in <span class="bibl">Simon.45</span>, cf. <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>806</span>, <span class="bibl">S.<span class="title">Ant.</span>1130</span> (lyr.); Κασταλίδος νάματα <span class="title">Pae.Delph.</span>1.6; δακρύων θερμὰ ν. <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>919</span>; νάματ' ὄσσων <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>625</span>; ν. πυρός <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>1187</span>; ν. Βάκχιον <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>14</span>; μὰ νάματα <span class="bibl">Antiph.296</span> ( = <span class="bibl">Timocl.38</span>); <b class="b3">ν. θυγατέρων ταύρων</b>, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; <b class="b3">φλέγματος, χολῆς ν</b>., <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Gym.</span>42</span>: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα <span class="bibl"><span class="title">Criti.</span>111d</span>: metaph., λόγων ν. <span class="bibl"><span class="title">Ti.</span>75e</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[wooden conduit]], Hsch. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">νάματα· προβολαί</b>, Id.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (νάω)
A anything flowing, running water, stream, spring, ν. Μναμοσύνας cj. in Simon.45, cf. A.Pr.806, S.Ant.1130 (lyr.); Κασταλίδος νάματα Pae.Delph.1.6; δακρύων θερμὰ ν. S.Tr.919; νάματ' ὄσσων E.HF625; ν. πυρός Id.Med.1187; ν. Βάκχιον Ar.Ec.14; μὰ νάματα Antiph.296 ( = Timocl.38); ν. θυγατέρων ταύρων, i.e. honey, Ph. Tars. ap. Gal.13.269; φλέγματος, χολῆς ν., Philostr.Gym.42: freq. in Pl., as κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Criti.111d: metaph., λόγων ν. Ti.75e. 2 wooden conduit, Hsch. II νάματα· προβολαί, Id.
Greek (Liddell-Scott)
νᾶμα: τό, (νάω) πᾶν τὸ ῥέον, ὕδωρ, ποταμός, ῥύαξ, πηγή, Αἰσχύλ. Πρ. 805, Σοφ. Ἀντ. 1130· ν. δακρύων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 919· νάματ’ ὄσσων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 625· ν. πυρὸς ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1187· ν. Βάκχιον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 14· συχν. παρὰ Πλάτ. καὶ μεταφορ., λόγων ν. Τίμ. 75Ε. - Ἐκκλ., ὁ οἶνος ᾧ χρῶνται οἱ ἱερουργοῦντες ἐν τῇ θεία μεταλήψει, Ψευδο-Χρυσ. XII, 778C, K. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 134, 25.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
propr. ce qui coule :
1 courant d’eau, source, ruisseau;
2 épanchement de larmes.
Étymologie: νάω.
Greek Monolingual
και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν)
νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ.
β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.)
2. (κατ' επέκτ.) πηγή, βρύση
3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή χύνεται, ρεύμα, υγρό (α. «νᾱμα παμφάγου πυρός», Ευρ.
β. «θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας», Μηναί
γ. «τα νάματα της παιδείας»)
(νεοελλ.-μσν.) το κόκκινο και γλυκό κρασί που προορίζεται για τη θεία μετάληψη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) α) «ξύλινος ὀχετός»
β) «νάματα
προβολαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάω «ρέω». Ο τ. νᾶμα (που εμφανίζει ᾱ μακρό) ανάγεται πιθ. σε ναFεμα, ενώ κατ' άλλη άποψη ο τ. < νάμα ή νάημα, κατ' αναλογίαν προς τα νάτωρ και νᾶρος].
Greek Monotonic
νᾶμα: -ατος, τό (νάω), οτιδήποτε ρέει, τρεχούμενο νερό, ποταμός, ρεύμα νερού, ρυάκι, σε Τραγ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
νᾶμα: ατος (νᾱ) τό
1) источник, ключ (Κασταλίας Soph.; Δίρκης Eur.): ν. ποτάμιον Eur. ручей, река;
2) перен. струя, поток (λόγων Plat.; δακρύων Soph.; πυρός Eur.);
3) влага, вода (κρηνῶν καὶ ποταμῶν νάματα Plat.).
Middle Liddell
νᾶμα, ατος, τό, [νάω]
anything flowing, running water, a river, stream, Trag., Plat.