πήχυιος: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pichyios | |Transliteration C=pichyios | ||
|Beta Code=ph/xuios | |Beta Code=ph/xuios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[πηχυαῖος]], [[βόθρος]] <span class="bibl">A.R.3.1207</span> ; <b class="b3">π. χρόνος</b> ' | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> = [[πηχυαῖος]], [[βόθρος]] <span class="bibl">A.R.3.1207</span> ; <b class="b3">π. χρόνος</b> '[[but a span]]', <span class="bibl">Mimn.2.3</span> ; <b class="b3">ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα</b> projecting [[for the space of a cubit]], <span class="bibl">A.R.1.379</span> (wrongly expld. as = [[τροπωτήρ]] by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>671.8</span>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 1 July 2020
English (LSJ)
α, ον,
A = πηχυαῖος, βόθρος A.R.3.1207 ; π. χρόνος 'but a span', Mimn.2.3 ; ἐρετμὰ πήχυιον προὔχοντα projecting for the space of a cubit, A.R.1.379 (wrongly expld. as = τροπωτήρ by EM671.8).
German (Pape)
[Seite 612] auch πήχυος, = Vorigem; πήχυιος χρόνος, von einer kurzen Zeit, »eine Spanne Zeit« sagen wir, Mimn. frg. 2; nicht πηχύϊος, s. Lob. Phryn. p. 494.
Greek (Liddell-Scott)
πήχυιος: -α, -ον, = πηχυαῖος, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1207· π. χρόνος (πρβλ. τὴν Ἀγγλ. φράσιν «but a span») Μίμνερμ. 2· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 494. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = τροπωτήρ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 379, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 671. 8.
Greek Monolingual
-υία, -ον, Α
1. πηχυαίος, με μήκος ή ύψος ενός πήχυ («πήχυιος βόθρος», Απολλ. Ρόδ.)
2. (μτφ. για χρόνο) λίγος, μικρός («πήχυιος χρόνος» — ελάχιστος χρόνος, Μίμν.)
3. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πήχυιον
σε απόσταση ενός πήχυ («ἐρετμὰ πήχυιον προύχοντα» — κουπιά που εξέχουν σε απόσταση ενός πήχη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῆχυς + κατάλ. -ιος].