ὑπόσκοπος: Difference between revisions
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yposkopos | |Transliteration C=yposkopos | ||
|Beta Code=u(po/skopos | |Beta Code=u(po/skopos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[looked under]], <b class="b3">χείρ</b>, of a hand [[held so as to shade the eyes]], <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span>339</span>, cf. σκώψ <span class="bibl">2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:22, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A looked under, χείρ, of a hand held so as to shade the eyes, A.Fr.339, cf. σκώψ 2.
German (Pape)
[Seite 1232] χείρ, die an die Stirn vor die Augen gehaltene Hand, unter der man in die Ferne späht, Aesch. frg. 68.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκοπος: -ον, ὁ ὑποκάτω τοῦ ὁποίου βλέπει τις, χεὶρ ὑπ., τεθειμένη οὕτως ὥστε νὰ ἐπισκιάζῃ τοὺς ὀφθαλμούς, «ὑπόσκοπον χέρα· Αἰσχύλος (Ἀποσπ. 330)· ὥσπερ οἱ ἀποσκοποῦντες, οὕτω κελεύει σχηματίσας τὴν χεῖρα, καθάπερ τοὺς Πᾶνας ποιοῦσι» Ἡσύχ. πρβλ. Sil. Ital. 13. 341, καὶ ἴδε ἐν λ. σκώψ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός, κάτω από την σκιά του οποίου βλέπει κάποιος
2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» — χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσκοπος: приставленный козырьком ко лбу (χείρ Aesch.).