σκωληκοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(4)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skolikoeidis
|Transliteration C=skolikoeidis
|Beta Code=skwlhkoeidh/s
|Beta Code=skwlhkoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">worm-shaped</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>553a4</span>, Dsc.1.101, Gal.2.730.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[worm-shaped]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>553a4</span>, Dsc.1.101, Gal.2.730.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:59, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκωληκοειδής Medium diacritics: σκωληκοειδής Low diacritics: σκωληκοειδής Capitals: ΣΚΩΛΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: skōlēkoeidḗs Transliteration B: skōlēkoeidēs Transliteration C: skolikoeidis Beta Code: skwlhkoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A worm-shaped, Arist.HA553a4, Dsc.1.101, Gal.2.730.

German (Pape)

[Seite 909] ές, wurmartig, -ähnlich; Arist. H. A. 5, 20; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκωληκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σκώληκα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 20, 3, Γαλην. 2. 730.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σκώληκα
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωληκοειδή
ζωολ. υποσυνομοταξία, σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, τών σκωλήκων, που περιλάμβανε τους πλέον πρωτόγονους εκπροσώπους, τών οποίων το εσωτερικό, δηλ. ο μεταξύ της πεπτικής συσκευής και του σωματικού τοιχώματος χώρος καθώς και τα μεταξύ τών εσωτερικών οργάνων διάκενα γεμίζουν από παρέγχυμα ή λευκωματώδες υγρό
2. φρ. «σκωληκοειδής απόφυση»
ανατ. εκκόλπωμα του παχέος εντέρου, που εκπορεύεται από το οπίσθιο έσω τοίχωμα του τυφλού εντέρου σε απόσταση 5 ώς 10 εκατοστόμετρα και 2 ή 3 εκατοστόμετρα από την ειλεοτυφλική γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

σκωληκοειδής: червеобразный (sc. ζῷον Arst.).