μυέλινος: Difference between revisions
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
(1ba) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myelinos | |Transliteration C=myelinos | ||
|Beta Code=mue/linos | |Beta Code=mue/linos | ||
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=η, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[soft as marrow]], [[fat]], πυγή <span class="title">AP</span>12.37 (Diosc.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:25, 1 July 2020
English (LSJ)
η, ον,
A soft as marrow, fat, πυγή AP12.37 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 213] von Mark, markig, πυγή, Diosc. 1 (XII, 37).
Greek (Liddell-Scott)
μυέλῐνος: -η, -ον, ἐκ μυελοῦ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 12. 37.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
tendre comme la moelle.
Étymologie: μυελός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μυέλινος, -η, -ον) μυελός
1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό
2. μτφ. τρυφερός, απαλός
νεοελλ.
φρ. α) «μυέλινο ιστίο» — μέρη λευκής ουσίας της παρεγκεφαλίδας
β) «μυέλινη ταινία» — λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια του οπτικού θαλάμου.
Greek Monotonic
μυέλῐνος: -η, -ον, αυτός που αποτελείται από μυελό· το επόμ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μῡέλῐνος: мягкий как мозг, нежный (πυγή Anth.).