διδασκαλεῖον: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
(1a) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=didaskaleion | |Transliteration C=didaskaleion | ||
|Beta Code=didaskalei=on | |Beta Code=didaskalei=on | ||
|Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[teaching-place]], [[school]], [S.]<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>1120.3</span>, <span class="bibl">Antipho 6.11</span>, <span class="bibl">Th.7.29</span>, prob. in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>764c</span>; εἰς τὸ δ. ἰέναι <span class="bibl">Aeschin.1.9</span>; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>22</span>; τὰ δ. τῶν ῥητορικῶν <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Fr.</span>50</span>; τὸ Σωκρατικὸν δ. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> in pl., = [[δίδακτρα]], Ps.-Hdt.<span class="title">Vit.Hom.</span>26.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 1 July 2020
English (LSJ)
τό,
A teaching-place, school, [S.]Fr.1120.3, Antipho 6.11, Th.7.29, prob. in Pl.Lg.764c; εἰς τὸ δ. ἰέναι Aeschin.1.9; τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Hyp.Eux.22; τὰ δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.50; τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2. II in pl., = δίδακτρα, Ps.-Hdt.Vit.Hom.26.
German (Pape)
[Seite 615] τό, Schule; παίδων Thuc. 7, 29; Plat. u. A.; εἰς δ. ἰέναι, Aesch. 1, 9. – Bei Sosip. Ath. IX, 378 (v. 13) wie unser Schule s. v. a. Lehre, Doktrin.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδασκᾰλεῖον: τό, τόπος, ἔνθα ὁ διδάσκαλος διδάσκει, σχολεῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 799, Ἀντιφῶν 142. 33, Θουκ. 7. 29, Πλάτ., κτλ.· τὰ παιδία τὰ ἐκ τῶν διδασκαλείων Ὑπερείδ. Εὐξεν. 34· τὸ Σωκρατικὸν δ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 2· πρβλ. φοιτάω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. = δίδακτρα, Βίος Ὁμ. 26 (γραπτ. διδασκάλια).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
école.
Étymologie: διδάσκαλος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. -ίον Aesop.306
1 escuela, lugar donde se enseña a los niños δ. παίδων Th.7.29, ἰέναι ... εἰς τὸ δ. Aeschin.1.9, cf. Hyp.Eux.22, D.18.257, Arist.Pol.1295b17, Thphr.Char.7.4, Plb.30.29.7, Plu.2.440a, Luc.Par.13, D.H.7.9, Aesop.l.c., 216, A.Al.7A.113
•escuela especializada: de coros δ. ... κατεσκεύασα Antipho 6.11, de música διδασκαλείων ἐπιμεληταί Pl.Lg.764c, cf. Ath.348d, de leyes τὰ κοινὰ τῆς δικαιοσύνης διδασκαλεῖα X.Cyr.1.2.15, de retórica δ. τῶν ῥητορικῶν Epicur.Fr.[20.2] 5, cf. Paus.6.17.9, de medicina δ. Ἡροφιλείων ἰατρῶν μέγα Str.12.8.20, de doctrina teológica εἰς τὰ τῶν ἱερῶν νόμων διδασκαλεῖα φοιτήσας Ph.2.186, συνεστήσαντο θεομισῶν αἱρέσεων διδασκαλεῖα Eus.HE 4.7.3
•fig. escuela, enseñanza τὸ δεῖσθαι τῶν πέλας ... μέγα δ. τῆς ἀναιδείας ἔφυ Trag.Adesp.558, τὸν θάλαμον αὐτῇ δ. εὐταξίας ... γενησόμενον Plu.2.145a, τὰ συσσίτια ... διδασκαλεῖα σωφροσύνης Plu.Lyc.12, cf. Ph.2.592, τὸ γὰρ ἔθος τῇσι χερσὶ κάλλιστον δ. γίνεται Hp.Flat.1, de filosofía ὁ δὲ Πλάτων ... συνέστησε τὸ δ. Hippol.Haer.1.18.2, ἡ μεσογεία ... τῆς Ἀττικῆς ἀγαθὸν δ. ἀνδρὶ βουλομένῳ διαλέγεσθαι Philostr.VS 553, δ. τῶν ἡρώων Aen.Gaz.Ep.17.
2 escuela, grupo en torno a un maestro τὸ Σωκρατικὸν δ. D.H.Dem.2.2, διαδεξάμενος ... αὐτὸν Μαρκίων ... ηὔξησε τὸ δ. Iren.Lugd.Haer.1.27.2.
3 plu. paga, recompensa por la enseñanza fig. ἀπέδωκε ... τῷ ἑαυτοῦ διδασκάλῳ τροφεῖα καὶ διδασκαλεῖα ἐν τῇ Ὀδυσσείῃ Ps.Hdt.Vit.Hom.26.
Greek Monotonic
δῐδασκᾰλεῖον: τό (διδάσκαλος), χώρος διδασκαλίας, σχολείο, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δῐδασκᾰλεῖον: τό училище, школа Thuc., Xen., Plat., Aeschin., Arst.
Middle Liddell
δῐδασκᾰλεῖον, ου, τό, n διδάσκαλος
a teaching-place, school, Thuc., Plat., etc.