συγκλώθω: Difference between revisions
ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklotho | |Transliteration C=sygklotho | ||
|Beta Code=sugklw/qw | |Beta Code=sugklw/qw | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[connect by spinning]], <span class="bibl">M.Ant.10.5</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>251</span>:—Pass., [[ | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[connect by spinning]], <span class="bibl">M.Ant.10.5</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>251</span>:—Pass., to [[be interwoven]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.265</span>, <span class="bibl">Plot.2.3.15</span>; <b class="b3">συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ</b>, c. inf., Sch.<span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>1.38</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 2 July 2020
English (LSJ)
A connect by spinning, M.Ant.10.5, Dam.Pr.251:—Pass., to be interwoven, Chrysipp.Stoic.2.265, Plot.2.3.15; συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, c. inf., Sch.Pi.O.1.38.
German (Pape)
[Seite 968] zusammen spinnen, Schol. Pind. Ol. 1, 38; durchs Loos oder Schicksal vereinigen, M. Ant. 10, 5; allgemeiner, ἰῶν πτερά, Chaerem. bei Ath. 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλώθω: κλώθω ὁμοῦ˙ μεταφ., ἡ ἐπιπλοκὴ τῶν αἰτίων συνέκλωθε τὴν σὴν ὑπόστασιν ἐξ ἰδίου Μ. Ἀντων. 10. 5˙ οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Εὐστ. Πονημάτ. 276. 37. ― Παθ., Πλωτῖν. 145Ε˙ συγκεκλωσμένον ἦν αὐτῷ, μετ’ ἀπαρ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1. 38.
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].