πανστρατιᾷ: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κινητοποίηση]] όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την [[αντιμετώπιση]] εχθρού<br /><b>αρχ.</b><br />(η δοτ. ως επίρρ.) [[πανστρατιᾷ]], ιων. τ. <i>πανστρατιῇ</i><br />με όλο το [[στράτευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιά]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br />το [[σύνολο]] τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κινητοποίηση]] όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την [[αντιμετώπιση]] εχθρού<br /><b>αρχ.</b><br />(η δοτ. ως επίρρ.) [[πανστρατιᾷ]], ιων. τ. <i>πανστρατιῇ</i><br />με όλο το [[στράτευμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στρατιά]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[πανστρατιά]]) [[in full muster]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 4 July 2020
English (LSJ)
Ion. πανστρατ-ιῇ,
A with the whole army, Hdt.1.62, 3.39, 7.203, al., Th.2.5, 6.7, al.: nom. πανστρατιά is not found; gen., πανστρατιᾶς ξένων καὶ ἀστῶν γενομένης Id.4.94.
German (Pape)
[Seite 462] ion. πανστρατιῇ, mit dem ganzen Heere, mit ganzer Heeresmacht; Her. 1, 62. 7, 203; Thuc. 2, 31 u. Folgde; auch der gen. kommt vor, πανστρατιᾶς γενομένης, 4, 94, aber nicht der nom.
Greek (Liddell-Scott)
πανστρᾰτιᾷ: Ἰων. -ιῇ, μετὰ παντὸς τοῦ στρατεύματος, Ἡρόδ. 1. 61., 3. 39., 7. 203, κ. ἀλλ.˙ Θουκ. 2. 168., 6. 7, κ. ἀλλ.˙ - δοτικ. ἐν χρήσει ὡς Ἐπίρρ. ἄνευ εὐχρήστου ὀνομαστικῆς, πανστρατιά, ἂν καὶ εὑρίσκομεν γενικ. πανστρατιᾶς γενομένης, παρὰ τῷ αὐτῷ 4. 94. Τὰ ὁμαλὰ ἐπιρρήμ. πανστρατεί, -ί, μόνον παρὰ Σουΐδ. καὶ τοῖς Βυζ. Συγγρ., Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 515˙ πρβλ. πανοικίᾳ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το σύνολο τών στρατιωτικών δυνάμεων, όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας χώρας
νεοελλ.
κινητοποίηση όλων τών στρατιωτικών δυνάμεων μιας χώρας για την αντιμετώπιση εχθρού
αρχ.
(η δοτ. ως επίρρ.) πανστρατιᾷ, ιων. τ. πανστρατιῇ
με όλο το στράτευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + στρατιά.
English (Woodhouse)
(see also: πανστρατιά) in full muster