ταλασία: Difference between revisions
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ταλασία''': {talasía}<br />'''Forms''': myk. ''ta''-''ra''-''si''-''ja''?<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wollarbeit]], [[Wollspinnerei]] (Pl. ''Lg''., X., Ph., Plu.);<br />'''Composita''' : Als Vorderglied in [[ταλασιουργός]] f. [[Wollspinnerin]] (Pl. ''Ion'', Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. ''Plt''., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach [[δημιουργός]], -ικός, -ία, -έω.<br />'''Derivative''': Davon [[ταλάσιος]] (-α ἔργα) [[auf die Wollspinnerei bezüglich]] (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.<br />'''Etymology''' : Als Vorbild von [[ταλασία]] hat zunächst [[ἐργασία]] gedient, vgl. Pl. ''Ion'' 540 c ἀλλ’ [[οἷα]] γυναικὶ πρέποντά ἐστιν [[εἰπεῖν]] ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι : [[ἐργασία]], γυμνάσασθαι : [[γυμνασία]], δοκιμάσαι : [[δοκιμασία]] usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι [[ταλασία]]; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst [[wiegen]] in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre [[ταλασία]] eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. ''pensum'' ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. [[wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat]]; vgl. russ. ''stradátь'' [[leiden]], dial. [[ernten]], ''stradá'' [[schwere Arbeit]], [[Erntearbeit]].<br />'''Page''' 2,848 | |ftr='''ταλασία''': {talasía}<br />'''Forms''': myk. ''ta''-''ra''-''si''-''ja''?<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wollarbeit]], [[Wollspinnerei]] (Pl. ''Lg''., X., Ph., Plu.);<br />'''Composita''' : Als Vorderglied in [[ταλασιουργός]] f. [[Wollspinnerin]] (Pl. ''Ion'', Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. ''Plt''., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach [[δημιουργός]], -ικός, -ία, -έω.<br />'''Derivative''': Davon [[ταλάσιος]] (-α ἔργα) [[auf die Wollspinnerei bezüglich]] (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.<br />'''Etymology''' : Als Vorbild von [[ταλασία]] hat zunächst [[ἐργασία]] gedient, vgl. Pl. ''Ion'' 540 c ἀλλ’ [[οἷα]] γυναικὶ πρέποντά ἐστιν [[εἰπεῖν]] ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι : [[ἐργασία]], γυμνάσασθαι : [[γυμνασία]], δοκιμάσαι : [[δοκιμασία]] usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι [[ταλασία]]; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst [[wiegen]] in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre [[ταλασία]] eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. ''pensum'' ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. [[wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat]]; vgl. russ. ''stradátь'' [[leiden]], dial. [[ernten]], ''stradá'' [[schwere Arbeit]], [[Erntearbeit]].<br />'''Page''' 2,848 | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[wool spinning]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
Greek Monotonic
τᾰλᾰσία: ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσία: ἡ τλῆναι шерстопрядение Plat., Xen., Plut.
Middle Liddell
τᾰλᾰσία, ἡ,
wool-spinning, Xen., etc.
Frisk Etymology German
ταλασία: {talasía}
Forms: myk. ta-ra-si-ja?
Grammar: f.
Meaning: Wollarbeit, Wollspinnerei (Pl. Lg., X., Ph., Plu.);
Composita : Als Vorderglied in ταλασιουργός f. Wollspinnerin (Pl. Ion, Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. Plt., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach δημιουργός, -ικός, -ία, -έω.
Derivative: Davon ταλάσιος (-α ἔργα) auf die Wollspinnerei bezüglich (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.
Etymology : Als Vorbild von ταλασία hat zunächst ἐργασία gedient, vgl. Pl. Ion 540 c ἀλλ’ οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῖν ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι : ἐργασία, γυμνάσασθαι : γυμνασία, δοκιμάσαι : δοκιμασία usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι ταλασία; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst wiegen in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre ταλασία eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. pensum ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat; vgl. russ. stradátь leiden, dial. ernten, stradá schwere Arbeit, Erntearbeit.
Page 2,848