θήρευμα: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θήρευμα]], ατος, τό, [[θηρεύω]] = [[θήραμα]],]<br />[[spoil]], [[prey]], Eur. | |mdlsjtxt=[[θήρευμα]], ατος, τό, [[θηρεύω]] = [[θήραμα]],]<br />[[spoil]], [[prey]], Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[animals for hunting]] | |||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 4 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό, (θηρεύω)
A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162. II pl., hunting, Pl.Lg.823b.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.
Greek (Liddell-Scott)
θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.
Greek Monolingual
το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.
Greek Monotonic
θήρευμα: -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θήρευμα: ατος τό (= θήραμα)
1) охотничья добыча, улов (σπάνιον θ. λαβεῖν Eur.);
2) pl. охота: τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. охота на сухопутных зверей.
Middle Liddell
θήρευμα, ατος, τό, θηρεύω = θήραμα,]
spoil, prey, Eur.