τετραστάτηρος: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τετραστάτηρος:''' (τᾰ) обходящийся в четыре статера ([[σωτηρία]] Arph.). | |elrutext='''τετραστάτηρος:''' (τᾰ) обходящийся в четыре статера ([[σωτηρία]] Arph.). | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[worth four staters]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 4 July 2020
English (LSJ)
[στᾰ], ον,
A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413. II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.
German (Pape)
[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.
Greek (Liddell-Scott)
τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκα-στάτηρος)].
Russian (Dvoretsky)
τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).