σιτοδεία: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτο-[[δεία]], ιονιξ -δηίη, ἡ, [[δέομαι]]<br />[[want]] of [[corn]] or [[food]], Hdt., Thuc.
|mdlsjtxt=σῑτο-[[δεία]], ιονιξ -δηίη, ἡ, [[δέομαι]]<br />[[want]] of [[corn]] or [[food]], Hdt., Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[want of food]], [[famine]]
}}
}}

Revision as of 15:10, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοδεία Medium diacritics: σιτοδεία Low diacritics: σιτοδεία Capitals: ΣΙΤΟΔΕΙΑ
Transliteration A: sitodeía Transliteration B: sitodeia Transliteration C: sitodeia Beta Code: sitodei/a

English (LSJ)

Ion.σῑτο-είη, ἡ,

   A want of food, famine, Hdt.1.22,94, Th.4.36, IPE12.32A23 (Olbia, iii B.C.), LXX Le.26.26, Plb.1.18.10, OGI 194.10 (Egypt, i B.C.).

German (Pape)

[Seite 885] ἡ, ion. σιτοδηΐη, Mangel an Getreide, an Brot, übh. an Nahrung; Her. 1, 22. 94; Thuc. 4, 36; σιτοδείας παρὰ πᾶσιν ἀνθρώπ οις γενομένης, Dem. 20, 33; καὶ σπάνις τῶν ἀναγκαίων, Pol. 1, 18, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοδεία: ἡ, ἔλλειψις σίτου ἢ τροφῆς, Ἡρόδ. 1. 22, 94. Θουκ. 4. 36. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 444.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de blé ou de vivres, disette.
Étymologie: σῖτος, δέω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σιτοδείη, Α
έλλειψη σιτηρών, πλήρης έλλειψη τροφίμων, λόγω κακής σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -δεία (< -δεής < δέομαι «έχω έλλειψη»), πρβλ. ὀψο-δεία].

Greek Monotonic

σιτοδεία: Ιων. -δηΐη, (δέομαι), έλλειψη σιτηρών ή τροφής, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοδεία: ион. σῑτοδηΐη ἡ нехватка хлеба или недостаток продовольствия Her., Thuc., Dem., Arst., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοδεία -ας, ἡ, Ion. σιτοδείη [σῐτος, δέομαι] voedselgebrek.

Middle Liddell

σῑτο-δεία, ιονιξ -δηίη, ἡ, δέομαι
want of corn or food, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

want of food, famine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)