ταραγμός: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(CSV import) |
|||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰραγμός, οῦ, ὁ,<br />[[disturbance]], [[confusion]], Aesch., Eur. | |mdlsjtxt=τᾰραγμός, οῦ, ὁ,<br />[[disturbance]], [[confusion]], Aesch., Eur. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[agitation]], [[alarm]], [[confusion]], [[disorder]], [[distress]], [[disturbance]], [[noise]], [[perturbation]], [[mental agitation]] | |||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A disturbance, disquietude, τ. ἐς φρένας πίτνει A.Ch.1056; τ. ἐμπέπτωκέ μοι E.Hec.857, cf. Id.Oen.p.39A.; ἐς ταραγμὸν ἥκειν Id.HF533; τ. εἰσῆλθεν πόλιν Id.Ph.196, cf. IT572: pl., παιδοκτόνους φρενῶν τ. Id.HF836.
German (Pape)
[Seite 1069] ὁ, wie τάραξις, Beunruhigung, Vera wirrung; ἐκ τῶν δέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πιτνεῖ, Aesch. Ch. 1052; ὡς ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν, Eur. Phoen. 204; πολὺν ταραγμὸν εὶχον μάχης, 1415; ᾑ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι, Hec. 857; τίν' εἰς ταραγμὸν ἥκομεν; I. T. 572, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰραγμός: ὁ, ὡς τὸ τάραξις, διατάραξις, ταραχή, σύγχυσις, ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει Αἰσχύλ. Χο. 1058· ἔστιν γὰρ ᾖ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι Εὐρ. Ἑκ. 857· τίν’ ἐς ταραγμὸν ἥκομεν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 353· ταραγμὸς εἰσῆλθεν πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 196.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de troubler, trouble, agitation.
Étymologie: ταράσσω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ταράσσω
ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανακίνηση, ανακάτεμα.
Greek Monotonic
τᾰραγμός: ὁ, ταραχή, σύγχυση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰραγμός: ὁ ταράσσω смятение, потрясение, смута, переполох Aesch., Eur.
Middle Liddell
τᾰραγμός, οῦ, ὁ,
disturbance, confusion, Aesch., Eur.
English (Woodhouse)
agitation, alarm, confusion, disorder, distress, disturbance, noise, perturbation, mental agitation