ἀστεφάνωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=astefanotos
|Transliteration C=astefanotos
|Beta Code=a)stefa/nwtos
|Beta Code=a)stefa/nwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[uncrowned]], [[forbidden to be crowned]], Sapph.78, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>613c</span>, <span class="bibl">D.18.319</span>; ἀ. ἐκ τῶν νόμων <span class="bibl">Aeschin.3.176</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">without the nuptial crown, unwedded</b>, Epigr.Gr.314.27.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[uncrowned]], [[forbidden to be crowned]], Sapph.78, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>613c</span>, <span class="bibl">D.18.319</span>; ἀ. ἐκ τῶν νόμων <span class="bibl">Aeschin.3.176</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[without the nuptial crown]], [[unwedded]], Epigr.Gr.314.27.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεφᾰνωτος Medium diacritics: ἀστεφάνωτος Low diacritics: αστεφάνωτος Capitals: ΑΣΤΕΦΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: astephánōtos Transliteration B: astephanōtos Transliteration C: astefanotos Beta Code: a)stefa/nwtos

English (LSJ)

ον,

   A uncrowned, forbidden to be crowned, Sapph.78, Pl.R.613c, D.18.319; ἀ. ἐκ τῶν νόμων Aeschin.3.176.    2 without the nuptial crown, unwedded, Epigr.Gr.314.27.

German (Pape)

[Seite 375] dasselbe, Plat. Rep. X, 613 c u. Folgde, z. B. Dem. 18, 319 ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεφάνωτος: -ον, ὁ μὴ στεφανωθείς, ἢ ὅστις δὲν πρέπει νὰ στεφανωθῇ, Σαπφ. 44, Πλάτ. Πολ. 613C, Δημ. 331. 5˙ ἀστ. ἐκ τῶν νόμων Αἰσχίν. 79. 3. 2) ἄνευ τοῦ γαμηλίου στεφάνου, ἄγαμος, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3272. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non couronné, càd vaincu, sans succès.
Étymologie: ἀ, στεφανόω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 no coronado ἀστεφανώτοισι δ' ἀπυστρέφονται Sapph.81.7, μηδένα Λακεδαιμονίων ἀστεφάνωτον εἶναι X.Lac.13.8, ἀστεφάνωτοι ἀποτρέχοντες Pl.R.613c, τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις ἡμᾶς στεφανοῦν Aeschin.3.176, ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄει D.18.319.
2 que no tiene corona nupcial, soltero λείψας τρεῖς συνομαίμονας ἀστεφανώτους SEG 29.1003.32 (Roma III d.C.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστεφάνωτος, -ον)
αυτός που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει φορέσει το στεφάνι του γάμου
μσν.- νεοελλ.
όποιος δεν έχει στεφανωθεί στην εκκλησία και συζεί παράνομα
νεοελλ.
αυτός στον οποίο δεν έχει προσφερθεί τιμητικό στεφάνι
αρχ.
εκείνος ο οποίος δεν έχει τιμηθεί με στεφάνι ή που για διάφορους λόγους δεν επιτρέπεται να τιμηθεί με στεφάνι.

Greek Monotonic

ἀστεφάνωτος: -ον (στεφανόω), αστεφάνωτος, αυτός που δεν είναι στεφανωμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστεφάνωτος: (φᾰ) не увенчанный, не получивший победного венка Sappho, Plat., Aeschin., Dem., Plut.

Middle Liddell

στεφανόω
uncrowned, not to be crowned, Plat., etc.

English (Woodhouse)

uncrowned, ungarlanded

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)