κα: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ka | |Transliteration C=ka | ||
|Beta Code=ka | |Beta Code=ka | ||
|Definition=Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. | |Definition=Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. [[ἄν]], <span class="title">SIG</span>9 (Olympia, vi B.C.), <span class="bibl">Epich.35</span>,al., <span class="title">Leg.Gort.</span>1.9, <span class="title">Foed.Delph.Pell.</span>2<span class="title">A</span>9, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span> 737</span>, <span class="bibl">799</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lys.</span>117</span>, <span class="bibl">Th.5.77</span>, <span class="bibl">Theoc.1.4</span>. [Although long, the α is elided in <span class="bibl">Epich.170.12</span>,al., <span class="title">SIG</span>56.8 (Argos, v B.C.), <span class="title">Leg.Gort.</span>1.1, etc.]<br /><span class="bld">κᾰ</span>, shortd. form of [[κατά]] used before the article, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κα τὸν νόμον <span class="title">IG</span>5 (2).16 (Arcadia); <b class="b3">κα τῶννυ</b> ib.262; κα τοὺς νόμους <span class="title">SIG</span>2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα <span class="title">SIG</span>705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ <span class="title">Inscr.Magn.</span>179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. [[καβαίνων]], etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Cypr.,= [[κάς]], <span class="title">Inscr.Cypr.</span>135.5 H., <span class="title">Schwyzer</span> 683.8.</span> | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 17:55, 7 July 2020
English (LSJ)
Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortd. form of κατά used before the article,
A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα… τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc. II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κε.
Greek Monolingual
(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).
(II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].
(III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + ἐ, δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾱ: дор. = ион. κε(ν).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κα Dor., zie κε (ν) en ἄν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pcle
See also: s. κε.
Frisk Etymology German
κα: {ka}
Meaning: Partikel
See also: s. κε.
Page 1,749