τίν: Difference between revisions
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
(4b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tin | |Transliteration C=tin | ||
|Beta Code=ti/n | |Beta Code=ti/n | ||
|Definition=Dor. dat. and acc. of | |Definition=Dor. dat. and acc. of [[σύ]] (q.v.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:05, 7 July 2020
English (LSJ)
Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.
Greek (Liddell-Scott)
τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.
Greek Monolingual
και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].
Greek Monotonic
τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.
Russian (Dvoretsky)
τίν: дор.
1) (= σοί) dat. к σύ;
2) ( = σέ) acc. к σύ.