κλιμακίζω: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑμᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ [[τέχνασμα]] τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), [[Πολυδ]]. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]], τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω.
|lstext='''κλῑμᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ [[τέχνασμα]] τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), Πολυδ. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]], τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., [[ἔνθα]] ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλιμακίζω]] (Α) [[κλίμαξ]]<br /><b>1.</b> (για παλαιστές) [[προσπαθώ]] να [[καταβάλλω]] τον αντίπαλό μου πηδώντας [[πάνω]] στα [[νώτα]] του και καταπιέζοντάς τον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> (για ίππο) [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]].
|mltxt=[[κλιμακίζω]] (Α) [[κλίμαξ]]<br /><b>1.</b> (για παλαιστές) [[προσπαθώ]] να [[καταβάλλω]] τον αντίπαλό μου πηδώντας [[πάνω]] στα [[νώτα]] του και καταπιέζοντάς τον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαστρέφω]], [[διαφθείρω]] («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)<br /><b>3.</b> <b>πιθ.</b> (για ίππο) [[σηκώνω]], [[ανυψώνω]].
}}
}}

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑμᾰκίζω Medium diacritics: κλιμακίζω Low diacritics: κλιμακίζω Capitals: ΚΛΙΜΑΚΙΖΩ
Transliteration A: klimakízō Transliteration B: klimakizō Transliteration C: klimakizo Beta Code: klimaki/zw

English (LSJ)

   A use the wrestler's trick called κλῖμαξ (signf. 111), Ar.Fr.4 D., Poll.3.155.    2 metaph., pervert, distort, τοὺς νόμους Din.Fr.9.1 (κλιμάζω Harp., Phot.).    3 rear (?), of a horse, Ar.Fr.63b.

German (Pape)

[Seite 1453] ein Kunstausdruck aus der Sprache der Ringer, wahrscheinlich sich auf den Rücken des Gegners schwingen u. ihn so zum Falle bringen, Poll. 3, 155. Die VLL. citiren aus Dinarch. οὗτος κλιμακίζει τοὺς νόμους, was sie παράγει καὶ διαστρέφει erkl., die Gesetze verspotten, umgehen, s. B. A. 272, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑμᾰκίζω: μέλλ. -ίσω, μεταχειρίζομαι τὸ τοῦ παλαιστοῦ τέχνασμα τὸ καλούμενον, κλῖμαξ (σημασ. ΙΙΙ), Πολυδ. Γ΄, 156. ΙΙ. μεταφ., διαστρέφω, διαφθείρω, τοὺς νόμους Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα ὁ Ἁρποκρ. καὶ ὁ Φώτ. ἔχουσι: κλιμάζω.

Greek Monolingual

κλιμακίζω (Α) κλίμαξ
1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.)
3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω.