πατριάζω: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πατριάζω''': (πατὴρ) [[ὁμοιάζω]] πρὸς τὸν πατέρα μου, [[πράττω]] τι ὡς [[αὐτός]], μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» [[Πολυδ]]. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. [[πατρώζω]].
|lstext='''πατριάζω''': (πατὴρ) [[ὁμοιάζω]] πρὸς τὸν πατέρα μου, [[πράττω]] τι ὡς [[αὐτός]], μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» Πολυδ. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. [[πατρώζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[πατήρ]], -<i>τρός</i>]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν»<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με τον [[πατέρα]] μου, [[μιμούμαι]] τον [[πατέρα]] μου, [[κάνω]] [[κάτι]] όπως αυτός.
|mltxt=Α [[πατήρ]], -<i>τρός</i>]<br /><b>1.</b> ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν»<br /><b>2.</b> [[μοιάζω]] με τον [[πατέρα]] μου, [[μιμούμαι]] τον [[πατέρα]] μου, [[κάνω]] [[κάτι]] όπως αυτός.
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατριάζω Medium diacritics: πατριάζω Low diacritics: πατριάζω Capitals: ΠΑΤΡΙΑΖΩ
Transliteration A: patriázō Transliteration B: patriazō Transliteration C: patriazo Beta Code: patria/zw

English (LSJ)

   A take after one's father, Poll.3.10.

German (Pape)

[Seite 535] nach dem Vater arten, nach ihm schlachten, des Vaters Wesen od. Sitten haben, patrisare, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν, Poll. 3, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατριάζω: (πατὴρ) ὁμοιάζω πρὸς τὸν πατέρα μου, πράττω τι ὡς αὐτός, μιμοῦμαι τὸν πατέρα, Λατ. patrissare, «καὶ πατριάζειν δέ τι ἔλεγον Ἀθηναῖοι, τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» Πολυδ. Γ΄, 10, Κύριλλ.· πρβλ. πατρώζω.

Greek Monolingual

Α πατήρ, -τρός]
1. (κατά τον Πολυδ.) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν»
2. μοιάζω με τον πατέρα μου, μιμούμαι τον πατέρα μου, κάνω κάτι όπως αυτός.