πρίστης: Difference between revisions

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρίστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ πρίονος κόπτων, πριονιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1348, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 114. 2) «[[ῥίνη]], [[πρίων]]» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 113, Ἡσύχ. ― πρβλ. [[πρίστις]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
|lstext='''πρίστης''': -ου, ὁ, ὁ διὰ πρίονος κόπτων, πριονιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1348, Πολυδ. Ζ΄, 114. 2) «[[ῥίνη]], [[πρίων]]» Πολυδ. Ζ΄, 113, Ἡσύχ. ― πρβλ. [[πρίστις]]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίστης Medium diacritics: πρίστης Low diacritics: πρίστης Capitals: ΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: prístēs Transliteration B: pristēs Transliteration C: pristis Beta Code: pri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sawyer, IG12.373.256, 374.82, PCair.Zen.754.3 (iii B.C.), Poll.7.114.    b metaph., hairsplitter, Sch.Ar.V.1348.    2 saw or file, Poll.7.113, Hsch.

German (Pape)

[Seite 702] ὁ, = πριστήρ, Säger, τομεύς, Poll. 7, 114; der Sägefisch, od. eine Art Haifisch od. Rochen, Arist. H. A. 6, 12 (Bekk. πρίστις), vgl. Buttm. Lexil. I, p. 110. Nach Poll. 7, 113 = ῥίνη (vor Bekker πρίστις).

Greek (Liddell-Scott)

πρίστης: -ου, ὁ, ὁ διὰ πρίονος κόπτων, πριονιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1348, Πολυδ. Ζ΄, 114. 2) «ῥίνη, πρίων» Πολυδ. Ζ΄, 113, Ἡσύχ. ― πρβλ. πρίστις. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος υποτρηματικών σελάχιων χονδροϊχθύων, με αρκετά είδη που συγκροτούν την οικογένεια pristidae, τα κν. ονομαζόμενα πριονόψαρα, τα οποία χαρακτηρίζονται από επίμηκες ρύγχος πλαισιωμένο από διπλή σειρά ισχυρών δοντιών που μοιάζουν με πριόνι
2. ζωολ. κοινή ονομασία του γένους αγριόπαπιας μέργος
αρχ.
1. αυτός που κόβει με πριόνι, πριονιστής
2. πριόνι ή ρίνη
3. μτφ. ως επίθ. εξονυχιστικός, λεπτολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -της. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pristis (< πρίστης)].

Russian (Dvoretsky)

πρίστης: ου ὁ пила-рыба Arst.