Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προκόμιον: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον [[Πολυδ]]. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]].
|lstext='''προκόμιον''': τό, ([[κόμη]]) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα [[κόμη]] τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. [[ξένη]] [[κόμη]] [[μάλιστα]] ἡ περὶ τὸ [[μέτωπον]], οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον Πολυδ. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. [[πηνίκη]], [[φενάκη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:00, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκόμιον Medium diacritics: προκόμιον Low diacritics: προκόμιον Capitals: ΠΡΟΚΟΜΙΟΝ
Transliteration A: prokómion Transliteration B: prokomion Transliteration C: prokomion Beta Code: proko/mion

English (LSJ)

τό, (κόμη)

   A forelock of a horse, X.Eq.5.6; τὸ π. [τοῦ βονάσου] frontal tuft, Arist.HA630a35; of human beings, τὰ π. ψιλοῦν Str.3.4.17.    II false hair, false front, Ar.Fr.320.2, Arist. Oec. 1348a30, IG11(2).203B41 (iii B.C.); π. πρόσθετον Poll.2.30; π. περίθετα Ath.12.523a.

German (Pape)

[Seite 731] τό, das vorhangende Stirnhaar der Pferde u. Menschen, Xen. Hipp. 5, 6, Arist. H. A. 9, 45 u. A. – Auch das anstatt der Haare ist, falsches Haar zum Putze der Frauen, bes. auch bei den Persern üblich, Arist. Oec. 2, 14; προκόμια περίθετά τε λαβόντες, Ath. XII, 523 a.

Greek (Liddell-Scott)

προκόμιον: τό, (κόμη) ἡ ἐπὶ τοῦ μετώπου πίπτουσα κόμη τοῦ ἵππου, Λατ. capronae, Ξεν. Ἱππ. 5. 6· τὸ πρ. τοῦ βονάσου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 5. ΙΙ. ξένη κόμη μάλιστα ἡ περὶ τὸ μέτωπον, οἵαν αἱ Περσίδες καὶ αἱ Ἑλληνίδες γυναῖκες συνήθιζον νὰ φέρωσιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 15, 3· πρ. πρόσθτον Πολυδ. Βϳ, 30· πρ. καὶ περίθετα Ἀθήν. 523Α· ― πρβλ. πηνίκη, φενάκη.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
touffe de cheveux ou de crins qui tombe sur le front.
Étymologie: πρό, κόμη.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η τούφα από τη χαίτη του αλόγου που πέφτει στο μέτωπο
2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα
3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κόμιον, υποκορ. του κόμη.

Greek Monotonic

προκόμιον: τό (κόμη), χαίτη αλόγου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προκόμιον: τό
1) челка (у животных или людей) Xen., Arst.;
2) накладка из волос, парик Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προκόμιον -ου, τό [πρό, κόμη] pruik.

Middle Liddell

προ-κόμιον, ου, τό, κόμη
the forelock of a horse, Xen.